Διαγουμίζω
ρ. μτβ {διαγούμισ-α, -τηκα, -μένος} (λαϊκ.) λεηλατώ, αρπάζω πράγματα που δεν μου ανήκουν ως λάφυρα: οι εχθροί διαγούμισαν την πόλη
ΣΥΝ. αρπάζω, – διαγούμισμα (το)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 478