Προτερόχρονος, -η, -ο
- αυτός που προηγείται χρονικά κάποιου άλλου
- προτερόχρονο (το), το χρονικό διάστημα που ακολουθείται από κάποιο άλλο: το επίρρημα «προηγουμένως» δηλώνει το ~ ενώ το «κατόπιν» δηλώνει το υστερόχρονο.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1502