Αυθύπαρκτος, -η, -ο
αυτός που υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει από μόνος του, χωρίς τη συνδρομή άλλων.
ΣΥΝ: αυτοτελής, αυθυπόστατος, αυτόνομος, ανεξάρτητος. Αυθυπάρκτως, κ. Αυθύπαρκτα επιρρ., αυθυπαρξία (η) [1870]
[ΕΤΥΜ.: μτγν. <αὐθ- (αὐτός) + ὑπαρκτός < υπάρχω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 314