Επηρμένος, -η, -ο
(λογ.) γεμάτος έπαρση, φαντασμένος, αλαζόνας
ΣΥΝ.: ξυπασμένος, καυχησιάρης, υπερήφανος ΑΝΤ.: μετριόφρων
ΣΧΟΛΙΟ λ. αίρω, μετοχή
[ΕΤΥΜ Μτχ. παθ. παρακ. του αρχ. ἐπαίρω / -ομαι]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 643