παλινδρομώ
ρ. αμετβ. [αρχ.] {παλινδρομείς…| παλινδρόμησα}
- κινούμαι εναλλάξ προς τα εμπρός και προς τα πίσω
- (μτφ) μεταβάλλω συνεχώς γνώμη, δέχομαι πότε τη μία και πότε την άλλη, συχνά και την αντίθετη, άποψη.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1307