παρασάνταλος, -η, -ο
(λαϊκ. – εκφραστ.) αυτός που είναι ανακόλουθος, που του λείπει η συγκρότηση και η τάξη (ειδικοτ. για προσ.) αυτός που δε μετρά τα λόγια και τις πράξεις του: ~ γυναίκα. ΣΥΝ. (λαϊκ) ατσούμπαλος, άτσαλος (λογ.) ατάσθαλος, (καθημ.) ακατάστατος
ΕΤΥΜ: < παρα + -σάνταλος < σαντάλι / σανδάλι)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1335