ανάντης, -ης, -άναντες
{ανάν-τους, | -εις (ουδέτ. –η), -ών}
1. αυτός που έχει ανοδική κατεύθυνση, ανηφορικός ΣΥΝ.: ανωφερής ΑΝΤ.: κατάντης, κατωφερής, κατηφορικός 2. (μτφ) δύσκολος, δυσχερής, αντίξοος
ΕΤΥΜ: αρχ. ἀν(α)- + -άντης < ἀντ- (πβ αντί, ἔν-αντι, συν-αντ ῶ)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 162