Αποχαύνωση (η)
{1880| -ης & -ώσεως | χωρίς πληθυντικό}. η εξασθένηση της αντιληπτικότητας και της ζωντάνιας κάποιου: η ~ από τα ναρκωτικά.
ΣΥΝ.: αποβλάκωση, απονάρκωση. – αποχαυνωτικός, -η, -ο. αποχαυνωτικά (επιρρ).
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 262