Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 23, 2015)

libri3Σταθμίζω

ρ. μτβ. {στάθμισ-α, -τηκα, -μένος} 1. προσδιορίζω το βάρος σε (κάτι), ζυγίζω 2. χρησιμοποιώ τη στάθμη, για να καθορίσω την κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση σε (κάτι) ΣΥΝ. αλφαδιάζω 3. (μφτ) μελετώ προσεκτικά και αξιολογώ (πριν καταλήξω σε οριστικές αποφάσεις): στάθμισε τα υπέρ και τα κατά της συνεργασίας και αποφάσισε να δεχθεί – στάθμιση (η)

ΕΤΥΜ.: μτγν. < αρχ. στάθμη]

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1643