τοπογραφία (η) [μτγν] [ χωρίς πληθ].
- η εφαρμοσμένη επιστήμη μέσω της οποίας διενεργούνται ακριβείς μετρήσεις γήινων επιφανειών και απεικονίζονται γραφικά σε χάρτη.
- (συνεκδ.) η ακριβής και λεπτομερής περιγραφή τόπου ή περιοχής (με τα βουνά, τις κοιλάδες κλπ) επίσης η ίδια διαμόρφωση ενός τόπου: η ~ μιας περιοχής.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1777