Έργο (ἔργῳ) επίρρ. (αρχαιοπρ.)
- έμπρακτα, στην πράξη ΑΝΤ.: λόγω
- (ΝΟΜ) με πράξεις χειρονομίες, όχι με λόγια: ~ εξύβριση.
[ΕΤΥΜΟΛ.: <αρχ. ἔργῳ, δοτ. εν. του ουσιαστ. έργον. Χρήση συχνή στην Αττική πεζογραφία κατ’ αντιδιαστολή προς το λόγω]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β’ Έκδοση – Γ’ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη, σελίδα 669