Η Λέσχη Αστυνομικών Θεσσαλονίκης με κάλεσε «διά υπόθεσιν που με αφορά». Αλλά αυτή η «υπόθεση» ήταν εντελώς διαφορετική από αυτές που ήξερα μέχρι τώρα. Ήθελαν να παρουσιάσουν «το ιστορικό» (κατά τον χαρακτηρισμό τους) βιβλίο μου «Ανθρωποφύλακες» στο Αμφιθέατρο του Αστυνομικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης.
Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη και αυτή η υπόθεση ήθελε τσιγάρο και ρακί για να τη σκεφτώ. Και λέω στον εαυτό μου: Να μια καλή απάντηση σε όλους αυτούς που λένε πως δεν γίνεται τίποτα. Η ίδια αυτή υπηρεσία πώς ήταν εδώ και περίπου μισό αιώνα και πώς είναι τώρα. Οι αλλαγές στην Ιστορία, για να πραγματοποιηθούν, δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζονται δεκαετίες. Κάποιοι φίλοι είχαν αντιρρήσεις για αυτήν τη συμμετοχή μου. Το αιτιολογικό ήταν πως έτσι «ξεπλένω» την αστυνομία και ωραιοποιώ το πιο σκληρό τμήμα του κράτους που δεν φημίζεται για τους γαλατικούς του τρόπους.
Η δική μου προσέγγιση ήταν διαφορετική. Αυτοί οι λίγοι που αντισταθήκαμε στη χούντα βλέπουμε με χαρά και ικανοποίηση κάθε βήμα εκδημοκρατισμού αυτού του αμαρτωλού κράτους, γιατί, απλά, είναι και δικό μας έργο. Το εν λόγω βιβλίο, που η ιστορία του είναι γνωστή, αγνοήθηκε από κάθε κρατική αρχή, όσο και αν αγαπήθηκε από τον κόσμο. Κανένα πανεπιστήμιο, καμιά Ακαδημία ή άλλος σχετικός φορέας δεν το πρόσεξε. Και αναγνωρίζεται από εκεί που δεν το περίμενε κανείς: την αστυνομία.
Στο Αστυνομικό Μέγαρο είχα την ευκαιρία να μιλήσω, έστω και για λίγο, με υψηλόβαθμους αξιωματικούς. Συνάντησα ανθρώπους καλλιεργημένους – κάποιοι φανατικοί της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου, μερικοί πολιτικά οξυδερκείς και αρκετοί μουσικόφιλοι. Αλλά αυτή η εικόνα της αστυνομίας δεν βγαίνει προς τα έξω. Ο πολίτης γνωρίζει την αστυνομία από τα ΜΑΤ και τους χημικούς καταιγισμούς. Και από δω βγάζει τα συμπεράσματά του.
Στη συζήτηση αναγκαστικά μπήκε και το θέμα της αστυνομίας και εξέφρασα κάποιες θέσεις που παραδόξως δεν ξένισαν. Το αντίθετο θα έλεγα.
Κατ’ αρχήν, πίσω από τα ΜΑΤ και τα χημικά, υπάρχει πάντα η πολιτική ηγεσία και αν δεν κάνω λάθος την εντολή τη δίνει εισαγγελέας. Αυτοί μένουν στο απυρόβλητο. Αλλά όποιος αστυνομικός αρνηθεί να εκτελέσει εντολές θα τιμωρηθεί και αυτό θα έχει επιπτώσεις στην καριέρα του.
Και εδώ μπαίνει το πρόβλημα της στρατιωτικοποίησης του σώματος. Αν είναι στρατός η αστυνομία, τότε ποιος είναι ο εχθρός της; Ενας στρατιώτης εκπαιδεύεται να πολεμήσει έναν άλλο στρατιώτη. Μήπως για πολιτικούς λόγους μια κοινωνική υπηρεσία, γιατί αυτό είναι θεωρητικά η αστυνομία, μετατρέπεται σε δύναμη καταστολής γιατί έτσι θέλει η εκάστοτε κυβέρνηση; Τα συλλαλητήρια, οι διαμαρτυρίες, οι πορείες κ.λπ. είναι μέρος της λειτουργίας μιας δημοκρατικής κοινωνίας και είναι κατοχυρωμένα συνταγματικά. Τι δουλειά έχει εδώ η αστυνομία; Δεν είναι αυτός ένας βίαιος διχασμός των εργαζομένων;
Οι αστυνομικοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Πόσες φορές δεν χτύπησαν άλλους δημόσιους υπαλλήλους που διεκδικούσαν το δίκιο τους; Και καταλήγουμε σε ένα απλό συμπέρασμα. Εκεί που το κράτος είναι ανίκανο ή δεν θέλει να λύσει ένα πρόβλημα, στέλνει την αστυνομία, που γίνεται το παιδί για όλες τις δουλειές.
Και η αξιοπρέπεια του επαγγέλματος; Τότε τι μένει για τον πολίτη που αυτόν υποτίθεται πως υπηρετεί; Ενα ακόμα παράδειγμα. Η μετανάστευση είναι ένα από τα μείζονα προβλήματα αυτού του αιώνα. Η Μεσόγειος έχει γίνει η πιο επικίνδυνη θάλασσα στον κόσμο. Σχεδόν 23.000 άνθρωποι έχουν πνιγεί στην προσπάθειά τους να φτάσουν στην Ευρώπη. Και από αυτούς, οι μισοί δεν βρέθηκαν. Η Ε.Ε. έχει το δικό της Νταχάου. Η Ευρώπη τούς πνίγει με τη μεταναστευτική της πολιτική.Το να πιάνει η αστυνομία ταλαιπωρημένους ανθρώπους και να τους κλείνει σε στρατόπεδα προσφέρει κάτι σε αυτό το πρόβλημα; Αλλά ας σταματήσουμε εδώ.
Ο κατάλογος των θεμάτων με τα οποία ασχολείται η αστυνομία και δεν είναι της αρμοδιότητάς της είναι μακρύς. Σε αυτό θα επανέλθουμε.
Και κάτι τελευταίο. Γιατί η αστυνομία δεν διεκδικεί τις δημοκρατικές της ρίζες; (το ίδιο ισχύει και για τον στρατό). Υπήρχαν χιλιάδες αστυνομικοί και στρατιωτικοί που είχαν πολεμήσει τους ναζί κατακτητές μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Και υπέστησαν φοβερές διώξεις. Κανείς δεν μιλάει γι’ αυτούς. Ούτε ποτέ είδα κάποια εκδήλωση για τη συνεισφορά τους. Και δεν έχω υπόψη μου κανένα ντοκτορά με αυτό το θέμα. Γιατί, κύριε Πανούση;
ΥΓ. 1 Στο πάνελ της εκδήλωσης ήταν ο πρόεδρος της λέσχης, Γ. Φεστερίδης, ο συγγραφέας Θ. Κοροβίνης και ο πανεπιστημιακός Σ. Βούγιας. Η εκδήλωση οργανώθηκε από τον αντιπρόεδρο της λέσχης, Δ. Αποστόλου.
ΥΓ. 2 Ο ιστορικός Κώστας Γκότσης με επιστολή του υποστηρίζει πως ο πόλεμος του 1828 δεν πρέπει να θεωρείται εμφύλιος. Τα επιχειρήματά του, σοβαρά και η άποψή του σεβαστή.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην “Εφημερίδα των Συντακτών” (έκδοση 25/4/2015)