Αμνήμων, -ων, άμνημον (αρχ.)
{αμνήμ-ονος, -ονα | -ονες (ουδ. –ονα) 1.αυτός που δεν έχει ισχυρή μνήμη 2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που δέχθηκε: φάνηκε ~ απέναντι στον ευεργέτη του.
ΣΥΝ.: επιλήσμων, αγνώμων, αχάριστος
ΑΝΤ.: ευγνώμων
– αμνημοσύνη (η)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 138