Σκιτζής (ο)
(σκιτζήδες) (λαϊκ.) 1. αυτός που επιδιορθώνει παλιά ρούχα και παπούτσια ΣΥΝ. μπαλωματής 2. (μτφ) αυτός που είναι αδέξιος και απρόσεκτος στην τέχνη του, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για το αποτέλεσμα της δουλειάς του ΣΥΝ. αλμπάνης – σκιτζήδικος, -η, -ο
ΕΤΥΜ: < τουρκ. eskici «παλαιοπώλης, μπαλωματής» < eski «παλιός»
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1608