Ενωτίζομαι
π. μτβ. (ενωτίσθηκα) (λογ.) ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι. – ας ενωτιστούν οι αρμόδιοι τα προβλήματα των νέων και ας λάβουν τα κατάλληλα μέτρα
[ΕΤΥΜ. Μτγν. ἐ ν+ -ωτίζομαι (< οὖς, ὠτός)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 620