Ευκταίος, -α, -ο (λογ.)
αυτός τον οποίο εύχεται ή επιθυμεί κανείς : ~ λύση / τέρμα ΣΥΝ: επιθυμητός, ευπρόσδεκτος, ποθητός, ΑΝΤ.: απευκταίος, ανεπιθύμητος, – επίρρ.: ευκταίως (μτγν)
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: < αρχ. ἐυκταῖος < εὒχομαι
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 690