Μυσαρός, -ή (λογ. -ά), -ό
(λογοτ.) ο ηθικά επιλήψιμος, άξιος αποστροφής, απέχθειας, αυτός που προκαλεί φρίκη και αποτροπιασμό: ~ δολοφόνος / εγκληματίας || ~ έγκλημα / κακούργημα.
ΣΥΝ: απεχθής, βδελυρός, στυγερός, σιχαμερός, αποτρόπαιος.
– μυσαρότητα (η) [μτγν.], – μυσαρώς επιρρ.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1156