Μετακένωση (η) [1805] {-ης κ. -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων}
.
1. (κυριολ.) η μεταφορά υγρού από ένα δοχείο σε άλλο ΣΥΝ. μετάγγιση
2. (συνήθως μτφ) η μετάδοση σε άλλο τόπο ή πρόσωπο ιδεών γνώσεων κλπ: η ~ της ανθρωπιστικής παιδείας στους Δυτικοευρωπαίους από τους Έλληνες. – μετακενώνω ρ.
[ΕΤΥΜ.: <μτγν. μετακενῶ (-όω) < μετά + κενῶ < κενός. Το ουσιαστικό πρωτοαπαντά στον Αδ. Κοραή. ]
.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1082