Γκροτέσκος, -α, -ο
1. αυτός που προκαλεί την αίσθηση του αλλόκοτου, του εξαιρετικά περίεργου
2. γκροτέσκο (το) – το καλλιτεχνικό / αισθητικό είδος, που μέσα από το συνδυασμό αταίριαστων στοιχείων προκαλεί την αίσθηση του αλλόκοτου, του γελοίου, συνήθ. με σκοπό τη διακωμώδηση ή τη σάτιρα. Επίσης, γκροτέσκ (άκλητο).
.
ΕΤΥΜ.: Αντιδάνειο < γαλλικά grotesque < παλ. ιταλικ. Grottesca (pittura) “ζωγραφιά των σπηλαίων” θηλ. του επιθ. grottesco “σπηλαιώδης < grotta “σπηλιά” < λατιν. crypta < αρχ. “κρύπτη”.
.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 423