Ρελάνς (η)
1. (σε χαρτοπαίγνιο) η μεγάλη αύξηση του χρηματικού ποσού που ποντάρει (κάποιος), συνήθ. ο διπλασιασμός του ποσού που έχει ποντάρει ο αντίπαλος: κάνω ~
2. (μτφ) το να επανέρχεται κανείς σε κάτι με δυναμικότερο τρόπο
{ΕΤΥΜ. < γαλλ. Relance “νέα ώθηση < ρ. Relancer “ξαναρίχνω, ξαναθέτω σε κίνηση” < re “ανα-, ξανα-” + lancer “ρίχνω”, μτγν. Λατ. Lanceare “λογχίζω” (<λατ. Lancea, “λόγχη”)}
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1534