Συνακρόαση (η) {-ης κ. -άσεως | -άσεις, – άσεων}
1. το να ακούει κανείς κάτι μαζί με άλλους
2, (ειδικότ.) το να ακούει κανείς τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις άλλων προσώπων είτε λόγω βλάβης των γραμμών είτε λόγω συνειδητής επέμβασης στο δίκτυο.
– συνακροατής (ο) {μεσν.}, συνακροάτρια (η), συνακρόωμαι ρ. {αρχ.} {-άσαι}
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1695