Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 14, 2014)

Συνακρόαση (η) {-ης κ. -άσεως | -άσεις, – άσεων} libri3
1. το να ακούει κανείς κάτι μαζί με άλλους
2, (ειδικότ.) το να ακούει κανείς τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις άλλων προσώπων είτε λόγω βλάβης των γραμμών είτε λόγω συνειδητής επέμβασης στο δίκτυο.
συνακροατής (ο) {μεσν.}, συνακροάτρια (η), συνακρόωμαι ρ. {αρχ.} {-άσαι}

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1695