Διχογνωμία (η) [1856]
η ύπαρξη αντίθετων γνωμών, η διάσταση απόψεων
ΣΥΝ. διαφωνία, αντιγνωμία ΑΝΤ. συμφωνία, ομοφροσύνη. Επίσης (λαϊκ.) διχογνωμοσύνη [μτγν.] – διχογνωμώ π. [μτγν.] {-είς…}.
[ΕΤΥΜ < μτγν. διχογνωμώ (-έω) < δίχο (<αρχ. δίχα, “σε δυο μέρη, χωριστά” < δίς) + γνωμώ < γνώμη]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 517