Ήξεις αφήξεις: (λόγ.) για κάτι διφορούμενο, που στερείται σαφήνειας: οι δηλώσεις του ήταν ~ || οι χρησμοί της Πυθίας ήταν ~.
[ΕΤΥΜ. οι λέξεις αποτελούν τμήμα πασίγνωστου χρησμού του Δελφικού μαντείου, ο οποίος μπορούσε να ερμηνευτεί διττώς (ανάλογα με τη θέση του κόμματος) ως εξής:
(α) “ἤξεις, ἀφήξεις, οὐ θνήξεις ἐν πολέμω = θα φθάσεις, θα επιστρέψεις, δεν θα πεθάνεις στον πόλεμο”
(β) “ἤξεις, ἀφήξεις οὐ, θνήξεις ἐν πολέμω = θα φθάσεις, δεν θα επιστρέψεις, θα πεθάνεις στον πόλεμο”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 733