οψιμαθής, -ής, -ές {οψιμαθ-ούς | -είς (ουδέτ. -ή) αρχαιοπρ.) αυτός πού έμαθε κάτι αργά.
– οψιμαθώς (επίρρημα) [μτγν. οψιμάθεια (η)]
ΕΤΥΜ. αρχ. <οψι- (όψε, βλ.λ.) + -μαθής (< μαθαίνω). πβ.αορ. β’ έμαθ-ον
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1293