Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 2, 2014)

libri3

οψιμαθής, -ής, -ές {οψιμαθ-ούς | -είς (ουδέτ. -ή) αρχαιοπρ.) αυτός πού έμαθε κάτι αργά.

– οψιμαθώς (επίρρημα) [μτγν. οψιμάθεια (η)]

ΕΤΥΜ. αρχ. <οψι- (όψε, βλ.λ.) + -μαθής (< μαθαίνω). πβ.αορ. β’ έμαθ-ον

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1293