Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 36, 2013)

Διαπλέκω

ρ. μτβ.[αρχ.] {διέπλεξα, διαπλέχθηκα (λογ. Διεπλάκην, -ης, -η … να/θα διαπλακώ), διαπεπλεγμένος}

συνδέω, αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία – μεσοπαθ. Διαπλέκομαι (συχνά κακοσημ) εξατρώμαι αμοιβαία με κάποιον / κάτι: διαπλεκόμενα συμφέροντα μεταξύ εκδοτών – πολιτικών

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 490