Με αφορμή τη συζήτηση που ξεκίνησε για αλλαγή του εκλογικού συστήματος στις επόμενες Δημοτικές εκλογές, θα ήθελα να παραθέσω μετά από μια κατά τη γνώμη μου ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή την άποψή μου για το σημαντικό αυτό ζήτημα.
Πάρα πολλοί Έλληνες αλλά και ξένοι ιστορικοί όπως ο Καρολίδης, ο Παπαρρηγόπουλος, κ.α. πιστεύουν πως η ίδρυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ανάγεται στο μινωικό κράτος, όπου υπήρχε ο ΔΑΜΟΣ, και αργότερα στα Μυκηναϊκά βασίλεια, ο ΔΗΜΟΣ.
Ο βασιλιάς λοιπόν που τότε λεγόταν «Άναξ» ήταν ουσιαστικά Δήμαρχος. Αργότερα φθάνουμε στον πατέρα της Αυτοδιοίκησης, τον Κλεισθένη. Αυτός χωρίζει την αθηναϊκή πολιτεία σε 100 Δήμους με δική τους διοικητική Περιφέρεια, τη δική του ονομασία και τα δικά του διοικητικά όργανα, άμεσα εκλεγμένα από τους κατοίκους.
Ο Κλεισθένης προχώρησε ακόμα ένα βήμα, έφτιαξε τις Τριττύες (580 π.Χ.), αντίστοιχο της σημερινής Νομαρχίας. Το κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως είναι γνωστό, στηριζόταν πάνω στην αποσυγκέντρωση αλλά και στην Αυτοδιοίκηση των ελληνικών Κοινοτήτων και των Πόλεων.
Αργότερα, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αντέγραψε αυτήν την οργάνωση η οποία διατηρήθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με στόχο τη διατήρηση της αυτονομίας των Πόλεων και των Κοινοτήτων.
Η οργάνωση αυτή συνεχίστηκε και επί Τουρκοκρατίας. Έτσι, ενώ κατά τον 9ο αιώνα βρίσκουμε στο Βυζάντιο, τους λεγόμενους άρχοντες, τον «πρωτεύοντα» και τους «πατέρες της πόλεως», κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας έχουμε τους «γέροντας» και τον «πρωτογέροντα». Οι «άρχοντες» των Βυζαντινών Χρόνων συνεχίζουν να υπάρχουν επί Τουρκοκρατίας με την ίδια ονομασία.
Αυτή η κοινοτική οργάνωση εξασφάλιζε αυτονομία στη διοίκηση των εσωτερικών υποθέσεων των Κοινοτήτων καθώς και των δικαστικών υποθέσεων. Οι Τούρκοι σεβάστηκαν σε αρκετά χωριά την κατά το εθιμικό δίκαιο οργάνωση των Κοινοτήτων. Έτσι οι Κοινότητες πλήρωναν στην τουρκική κυβέρνηση τους απαιτούμενους φόρους και διατηρούσαν την αυτοτέλεια τους.
Τις Κοινότητες κυβερνούσαν οι δημογέροντες ή προεστοί, τους οποίους εξέλεγε ο λαός συνήθως διά βοής. Αυτοί διαχειρίζονταν την κοινοτική περιουσία, εισέπρατταν φόρους, διατηρούσαν τα σχολεία και τους ναούς, φρόντιζαν για τις συγκοινωνίες και εκτελούσαν χρέη δικαστή.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα για την ανεξαρτησία το σύνολο των Κοινοτήτων καταστράφηκε, τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά. Τα πρώτα επαναστατικά πολιτεύματα είχαν πρότυπο τα συγκεντρωτικά συστήματα της Γαλλίας και καθόλου δεν ενδιαφέρονταν για το θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γ. Αγγελόπουλος.
Ο Καποδίστριας θέλησε να αναδιοργανώσει το θεσμό, αλλά διατήρησε την εξάρτηση από την κεντρική εξουσία, έτσι που οι εκπρόσωποι της Αυτοδιοίκησης ουσιαστικά ήταν εκτελεστικά όργανα της κυβέρνησης.
Το διάταγμα της Αντιβασιλείας στις 3 Απριλίου 1833 αντιγράφει πιστά τη γαλλική διοικητική διαίρεση. Η επικράτεια διαιρείται σε Νομούς, κάθε νομός σε Επαρχίες και οι επαρχίες σε Δήμους ή Κοινότητες. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, 300 άτομα αρκούσαν για να συγκροτήσουν Δήμο.
Στη συνέχεια, ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα φέρει βαριά την σφραγίδα του βασιλιά Όθωνα και της αντιβασιλείας του. Η πρώτη μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, διαίρεση της χώρας σε διοικητικές περιφέρειες έγινε το Απρίλιο του 1833 όπου ακυρώνεται η προηγούμενη διοικητική δομή, και η χώρα διαιρέθηκε σε 10 νομούς και 47 επαρχίες. Κατά τα γαλλικά πρότυπα. Με τον νόμο του 1833 «περί συστάσεως των Δήμων» της 27ης Δεκεμβρίου οι βαυαροί έδωσαν το στίγμα της εξουσίας τους και για τον θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Ας εξετάσουμε λοιπόν το εκλογικό σύστημα που ίσχυε από το 1833 και μετά μιας και ως ελεύθερο κράτος μπορούσαμε πλέον να ορίζουμε την τύχη μας (sic)
Οι διατάξεις για την εκλογή των Δημοτικών αρχών ίσχυσαν μέχρι το 1864.
Σύμφωνα με το νόμο του 1833 το Δήμαρχο δεν εξέλεγαν άμεσα οι δημότες αλλά μια ¨εκλογική» συνέλευση που λέγονταν «Δημαιρεσιακον Συμβούλιον» ,που αποτελούνταν από: α) Τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου και β) από «ίσον αριθμόν εκ των πλέον φορολογούμενων δημοτών που είχαν το δικαίωμα του «ψηφοφορείν».
Το συμβούλιο αυτό εξέλεγε τρεις υποψηφίους , εκ των οποίων διορίζονταν ένας με απόφαση του Βασιλιά για Δήμους α’ και β’ τάξης και από το Νομάρχη για Δήμους γ’ τάξης .
Το σύστημα αυτό όπως καταλαβαίνουμε υπήρξε πηγή προβλημάτων και ανωμαλιών στο χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Σημειώνονταν αυθαιρεσίες στην εκλογή αλλά και στον τελικό διορισμό. Ο Βασιλιάς και ο Νομάρχης που διορίζονταν από τον ίδιο είναι φυσικό ότι διόριζαν Δημάρχους τους δικούς τους ανθρώπους..
Χαρακτηριστικές της κατάστασης που επικρατούσε τότε ήταν οι εγκύκλιοι του Υπουργείου Εσωτερικών .
Η Υπ’ αρίθμ. 14 Εγκύκλιος στις 20 Ιανουαρίου του 1846» μεταξύ άλλων ανέφερε: «εις πολλούς Δήμους του Κράτους δεν ελήφθη η απαιτούμενη πρόνοια περί αντικατατάσεως των Δημοτικών αρχών ενώ η τριετής διάρκεια της υπηρεσίας αυτών έληξε προ πολλού».
Η υπ’ αριθμ. 8 του έτους 1847 εγκύκλιος εβεβαίωνε : ως εκ του βρασμού των παθών του παρελθόντος εκ της εκλογικής πάλης μεταξύ των επιτοπίων κομμάτων των διαφιλονικούντων ποίον να υπερισχύσει του άλλου………ανθρωποι τίνες κακοήθεις και διεστραμμένοι προήλθον εις το άναδρον και χαμερπές έργον της δεντροφθοράς προθέμενοι να εκδικηθώσι τοιουτοτρόπως τους αντιπάλους των»
Η υπ’ αριθμ. 15 της 2ας Μαρτίου 1852 εγκύκλιος εβεβαίωνεν ότι : Τινές μεν των Νομαρχών δεν ανέφερον τακτικώς εις το Υπουργείον περί της καταστάσεως των Δημαιρεσιών , τινές δε δεν εφύλαττον την απαιτουμένην ακρίβειαν εις τας εκθέσεις των».
Άρα λοιπόν με αυτόν τον νόμο και τι εκλογικό σύστημα της αντιβασιλείας είχαμε:
-Πλήρες χάος στην τοπική αυτοδιοίκηση.
-Διενέργεια εκλογών όποτε οπι περιστάσεις συνέφεραν τους «κρατούντες»
-Αν παρά ταύτα επικρατούσε μη αρεστός Δήμαρχος τα στοιχεία δεν προωθούνταν προς επικύρωση .
-Πλήρη διαφθορά στη διοίκηση , στους δημοτικούς άρχοντες αλλά και στο εκλογικό σώμα.
– Όλοι ήθελαν πάση θυσία εκλογική επιβολή είτε δίκαια είτε άδικα.
Έτσι οι ελάχιστοι δίκαιοι δεν ήταν επιθυμητοί ούτε στους μεν ,ούτε στους δε.
Το 1864 η Εθνοσυνέλευση που συγκροτήθηκε μετά την εκθρόνιση του Όθωνα αλλάζει το νόμο του 1833 «κατά το εκλογικόν αυτού μέρος υπό του άρθρου 105 του Συντάγματος και του νόμου η Γ’ «περί Δημαιρεσιών».
Προβλέπεται πλέον πως η «εκλογη των δημοτικών αρχών θέλει γίγνεσθαι δι αμέσου καθολικής και μυστικής διά σφαιριδίων ψηφοφορίας».
Επίσης καταργήθηκε ο διορισμός του Δημάρχου από το Βασιλιά ή το Νομάρχη.
Όμως η πονηριά καραδοκούσε . Στο νόμο συμπεριλήφθηκε και διάταξη σύμφωνα με την οποία οι εκλογείς προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμά τους έπρεπε να έχουν «και κινητήν ή ακίνητον περιουσίαν ή να μετέρχονται οιονδήποτε επάγγελμα ή επιτήδευμα». Η διάταξη αυτή ήταν φανερά αντίθετη με το γράμμα αλλά και το πνεύμα του άρθρου 105 του Συντάγματος.
Δυστυχώς υπήρξε εδώ μια οπισθοδρόμηση που θα διορθωθεί μετά από 13 ολόκληρα χρόνια.
Συγκεκριμένα το άρθρο 103 του νόμου ΧΜΗ’ του 1877 όριζε ότι « το δικαίωμα του ψηφοφορείν ανήκει εις πάντα δημότην , συμπληρώσαντα το 21ο έτος της ηλικίας αυτού».
Το σύστημα αυτό της καθολικής και άμεσης εκλογής ήταν άριστο, όμως προϋπόθεση της επιτυχίας του ήταν η αναδιάρθρωση του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης έτσι ώστε ο Δήμος να πάψει να αποτελεί πεδίο στενών κομματικών συμφερόντων και να αφοσιωθεί στο πραγματικό καθήκον που έχει , αυτό της εξυπηρέτησης των συμφερόντων του τόπου και των Δημοτών.
Το 1912 ο Εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος με το νόμο ΔΝΖ’ καταργεί τη διοικητική διάρθρωση των Βαυαρών και επαναφέρει τις κοινότητες .Σε λόγο που εκφωνεί στις 5 Σεπτεμβρίου 1910, έλεγε: «Σύστημα δημοτικόν στηριζόμενον επί του δήμου, ο οποίος απετελέσθη από τμήμα της χώρας αυθαιρέτως χαραχθέν επί του γεωγραφικού χάρτου και ο οποίος δια τούτο εστερημένος οργανικής ζωής, απέβη κατά μακρόν, από παράγοντας κοινωνικής ζωής, κοινωνικής προόδου, από σχολείον διαπαιδαγωγήσεως του Λαού, δια την χρήσιν των ελευθέρων θεσμών, όργανον καταδυναστεύσεως των φατριών».
Κατά το άρθρο 146 του νόμου ΔΝΖ’ « ο Δήμαρχος , οι πάρεδροι και οι δημοτικοί σύμβουλοι εκλέγονται κατά τετραετίαν δι’ αμέσου διά ψηφοδελτίων εκλογής…»
Σίγουρα ο νέος νόμος αποτελούσε σαφή πρόοδο , αλλά ο Πρόεδρος της κοινότητας εξαιρέθηκε από την άμεση εκλογή καθώς εκλέγονταν μεταξύ των κοινοτικών συμβούλων και αποτελούσε τον «primus inter pares» (Πρώτος μεταξύ ίσων)
Έτσι παρατηρήθηκαν φαινόμενα συναλλαγής αλλά και διάσταση απόψεων ανάμεσα στη γνώμη του εκλογικού σώματος και εκείνης των κοινοτικών συμβούλων.
Ο νόμος 1454/ 1950 όριζε πως εκλεγόμενοι ήταν οι ατομικώς πλειοψηφίσαντες ανεξάρτητα σε ποιο ψηφοδέλτιο ανήκαν.
Ο Δήμαρχος και ο Πρόεδρος της Κοινότητας εκλέγονταν από τους εκλεγμένους κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβούλους.
Καταλαβαίνουμε βέβαια πως εδώ μπορούσε να παρεισφρύσει αποιαδήποτε συναλλαγή καθώς οι σύμβουλοι ενδιαφέρονταν για την προσωπική τους επιτυχία και όχι για την επιτυχία του ψηφοδελτίου τους .
Η εκλογή από αυτούς του Δημάρχου εξυπακούεται πως μπορούσε να οδηγήσει σε απίθανους συνδυασμούς.
Με το Σύνταγμα του 1952 που κατέθεσε ο Ν . Πλαστήρας υπάρχουν νέες διατάξεις ευρύτερες των προηγουμένων και με τη θέσπιση του Δημοτικού Και Κοινοτικού Κώδικα το 1954 έχουμε πλέον την άμεση εκλογή του Δημάρχου κατά ιδιότυπο τρόπο.
Το ψηφοδέλτιο που είχε πάνω από 40 % του εκλογκού σώματος εξέλεγε τον Δήμαρχο και τα ¾ των δημοτικών συμβούλων . Έτσι ή το υπόλοιπο 60 % αν ήταν διαιρεμένο έμενε με το ¼ των συμβούλων πράγμα που αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας , ή αν συνασπιζόταν και κέρδιζε τις εκλογές πιθανόν να βλέπαμε εναλλαγές στις θέσεις του Δημάρχου αναλόγως των προσώπων που ηγούνταν των διαφόρων ομάδων του συνδυασμού.
Είδαμε βέβαια και το εκλογικό σύστημα που ίσχυσε κατά την περίοδο των Καποδιστριακών Δήμων αλλά και στις πρόσφατες εκλογές των νέων Καλλικρατικών Δήμων.
Ο εναγκαλισμός των κομμάτων και των κομματικών στελεχών ήταν «εκ των ων, ουκ ανευ».
Στη σημερινή όμως συγκυρία της οικονομικής, πολιτικής, θεσμικής, αξιακής κρίσης οι πολίτες ζητούν κάτι άλλο.
Πολλά από τα ζητούμενα του εκλογικού σώματος περιγράφονται εκτενώς και λεπτομερώς σε δημοσκοπησεις, ή επιστημονικές έρευνες.
Το ζητούμενο όμως είναι ποιο εκλογικό σύστημα θα ισχύσει στις επόμενες εκλογές.
Ο διάλογος που άνοιξε νομίζω πως είναι αρκετά εποικοδομητικός.
Πιστεύω πως ένα εκλογικό σύστημα που προσιδιάζει προς αυτό που ίσχυε πριν από το 1953 θα ήταν τα καταλληλότερο.
Σύμφωνα με αυτό το σύστημα ο Δήμαρχος εκλέγεται άμεσα από τους δημότες και από διαφορετικό ψηφοδέλτιο εκλέγονται οι δημοτικοί σύμβουλοι.
Το σύστημα αυτό με τις αδυναμίες που ενδεχομένως έχει ,εγγυάται αρχικά ένα Δήμαρχο που συγκεντρώνει την πλειοψηφία και την εκτίμηση των Δημοτών ,
-αναδεικνύει συμβούλους τους κατά την πραγματική λαϊκή βούληση καλύτερους ,
-απομακρύνει τον κομματικό εναγκαλισμό και
-καθιστά τους πολίτες –Δημότες πραγματικά κυρίαρχο σώμα στην ανάδειξη των τοπικών αρχόντων.
Εξυπακούεται βέβαια πως είναι απαραίτητη η ωριμότητα, η ειλικρίνεια, η έλλειψη ποικιλοτρόπων «δεσμεύσεων και φυσικά το όραμα για τον τόπο και η ανιδιοτελής προσφορά στο κοινωνικό σύνολο.
Πιστεύω πως η κρισιμότητα της κατάστασης επιβάλλει μια τέτοια εξέλιξη.
Με τιμή
Γρηγόρης Γιοβανόπουλος
Δάσκαλος
Μία απάντηση στο “Άρθρο, Γρ. Γιοβανόπουλος: “περί δημαιρεσιών””
Το δημοσίευμά σας μού έδωσε πλήθος σπουδαίες πληροφορίες γύρω από το θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της Ιστορίας του. Ωστόσο φοβάμαι πως στην πραγματικότητα είναι μάλλον ανέφικτη στους παρόντες καιρούς η απομάκρυνση από την κομματοκρατία. Ύστερα θεωρώ πως αποτελεί εγγύηση για το θεσμό η ύπαρξη εκλογικών σχηματισμών και η εκ των προτέρων δέσμευση μεταξύ των μελών τους επί των θέσεων ενός προγράμματος μετά από κοινή προεργασία. Η δημοτική αρχή οφείλει να γνωρίζει ποιοι είναι αυτοί στους οποίους θα βασίζεται, ποιοι θα είναι οι σύμμαχοι και συνοδοιπόροι της. Κανένας δήμαρχος δε θα καταφέρει να υλοποιήσει το παραμικρό με ένα συμβούλιο που δε στηρίζει τις προτάσεις του και με συσχετισμούς που δεν του επιτρέπουν να διοικήσει με βάση τους στόχους που ο ίδιος έχει θέσει στην κρίση του εκλογικού σώματος του Δήμου του. Ο κίνδυνος της ακυβερνησίας μού φαίνεται όχι απλά πιθανός, αλλά, κατά τη γνώμη μου πάντα, βέβαιος. Φυσικά κινείται στη σφαίρα του ιδεατού η προϋπόθεση να είναι πάντα έτοιμος ο κάθε Δημοτικός Σύμβουλος ή αξιωματούχος να κρίνει αμερόληπτα, αποφεύγοντας τη συμπόρευση με ρεύματα και τάσεις που καθορίζονται από εκλεκτικές “συγγένειες” και κοινά συμφέροντα τα οποία απλώς θα υποκαταστήσουν τον κομματισμό ως βάση αναφοράς. Πολύ σωστά επομένως αναφέρεσθε σε προαπαιτούμενα και προϋποθέσεις περί της ύπαρξης των οποίων όμως η πείρα δε μάς επιτρέπει να αισιοδοξούμε.