αυτός που καλλιέργειται με τη συμφωνία να καρπώνεται ο καλλιεργητής μέρος της σοδειάς: ~ χωράφι ΦΡ.ΝΟΜ (α) επίμορτη αγροληψία το μίσθωμα αγροτικού κτήματος ως ποσοστό των καρπών, που προσδιορίζεται από το τι συνηθίζεται στην περιοχή (αν δεν έχει οριστεί κάτι άλλο)
(β) επίμορτη καλιέργεια, η εκμετάλλευση αγροκτημάτων έναντι μισθώματος, που προσδιορίζεται σε σχέση με την ποσότητα της παραγωγής
[ΕΤΥΜ. μτγν. επί- + μορτος < μορτή "αγρομερίδιο" (με παραγ. επίθημα -τη πβ. αορ-τή) < μείρομαι "μοιράζω, μοιράζομαι"].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006, σελίδα 653