Ανερμάτιστος, -η, -ο
1. αυτός που δεν έχει σταθερό χαρακτήρα και σαφή προσανατολισμό, που μεταβάλλει εύκολα τις ιδέες του: άνθρωπος ~ ηθικά, δεν θα δίσταζε να πατήσει επί πτωμάτων, προκειμένου να αναδειχθεί ο ίδιος ΣΥΝ. αλλοπρόσαλλος, ασταθής
2. αυτός που γίνεται με επιπολαιότητα, χωρίς μελέτη και σαφή προγραμματισμό: ~ πολιτική – ανερμάτιστα επιρρ.
[ΕΤΥΜ. αρχ. ἀν – στερητ. + ἑρματίζω “τοποθετώ έρμα υποστήριγμα” < ἕρμα “σαβούρα – υποστήριγμα πλοίων, όταν αυτά βρίσκονται στην ξηρά (βλ.λ.)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006, σελίδα 183