το δημιούργημα, το γέννημα, κυρ. στη φρ. αποκύημα της φαντασίας (κάποιου), το επινόημα, ό,τι υπάρχει μόνο στη φαντασία κάποιου: όσα ισχυρίζεται δεν είναι παρά αποκύημα της νοσηρής του φαντασίας.
{ΕΤΥΜ. μεσν. < αρχ. αποκύω (-έω) "γεννώ" < ἀπό+κυῶ, βλ. κύηση. Η φράση αποκύημα της φαντασίας είναι μεταφρ. δάνειο πβ. γερμ Schöpfung der Fantasie].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006, σελίδα 245