Οικονομικίστικος, -η, -ο κ. οικονομίστικος (μειωτ.)
αυτός που χαρακτηρίζεται από εμμονή στη θεωρητική οικονομία, σε δυσνόητες περιγραφές οικονομικών μεγεθών και στη χρήση αριθμών (με αποτέλεσμα να αγνοεί την πραγματικότητα και να μην έχει ενδιαφέρον) – οικονομικίστικα κ. οικονομίστικα (επίρρ.)
[ΕΤΥΜ. < οικονομικός + παραγ. επίθημα -ίστικος, πβ. κ. δημοτικ-ίστικος]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, β’ έκδοση, γ’ ανατύπωση 2006, σελ. 1240