Οι παππούδες και οι γιαγιάδες έχουν δικαίωμα επικοινωνίας με τα εγγόνια τους, αποφάσισε ο Άρειος Πάγος, καθώς τον απασχόλησε μια ιδιόρρυθμη ενδοοικογενειακή υπόθεση.
Κατ’ αρχάς, οι αρεοπαγίτες αφού ερμήνευσαν τις διατάξεις του άρθρου 1520 του Αστικού Κώδικα που αναφέρουν ότι οι γονείς δεν έχουν δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία των τέκνων με τους ανιόντες συγγενείς, εκτός εάν υπάρχει σοβαρός λόγος και τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (έχει επικυρωθεί από τη χώρα μας με τον Ν. 2101/1992), “άναψαν το πράσινο φως” στη γιαγιά και τον παππού να έχουν επικοινωνία με τα δύο ανήλικα εγγονάκια τους.
Ειδικότερα, ζευγάρι απέκτησε δύο κόρες, αλλά ο γάμος τους λύθηκε αμετάκλητα το 2003 με δικαστική απόφαση. Κατά τη διάρκεια της διάστασης υπέγραψαν ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο η μητέρα ανέλαβε την επιμέλεια των παιδιών και ορίστηκε ότι θα διαμένουν μαζί της στο πατρικό της σπίτι (γονέων της μητέρας των ανηλίκων) στην Πολιτεία, όπου είχαν και δικό τους δωμάτιο, ενώ ο πατέρας τους θα μπορούσε ελεύθερα να επικοινωνεί με τις δύο κόρες του.
Όμως, τον Αύγουστο του 2004, η μητέρα των δύο κοριτσιών απεβίωσε και…
…την επιμέλεια των παιδιών ανέλαβε ο πατέρας. Έκτοτε τα δύο παιδιά διέμεναν στο σπίτι του πατέρα τους στο Κεφαλάρι. Το 2007, ο πατέρας τους παντρεύεται για δεύτερη φορά, την αλλοδαπή που φρόντιζε ως οικιακή βοηθός τα παιδιά όσο διαρκούσε η έγγαμη συμβίωσή του με τη μητέρα τους που απεβίωσε (πρώτη του γυναίκα).
Μετά το δεύτερο γάμο όλη η νέα πλέον οικογένεια μετακόμισε στη Δροσιά, μαζί με τη νέα οικιακή βοηθό, η οποία ήταν η μητέρα της νέας συζύγου του πατέρα των δύο παιδιών.
Επί 18 μήνες, μετά το θάνατο της μητέρας των δύο κοριτσιών, οι σχέσεις της οικογένειας του παππού τους (από την πλευρά της μητέρας τους) και του πατέρα τους ήταν αρμονικές.
Στη συνέχεια, ο πατέρας των κοριτσιών άρχισε σταδιακά να προβάλλει εμπόδια στην επικοινωνία του παππού και της γιαγιάς με τα εγγόνια τους, επικαλούμενος το φορτωμένο πρόγραμμά τους στο σχολείο και ότι η παραμονή τους στο σπίτι επιβάρυνε την ψυχολογική τους κατάσταση, καθώς τους θύμιζε τη μητέρα τους. Πλέον αυτών, ο πατέρας τους δεν είχε στο νέο σπίτι σταθερή τηλεφωνική σύνδεση, παρά μόνο προσωπικό κινητό τηλέφωνο, κάτι που δυσχέραινε την επικοινωνία του παππού και της γιαγιάς με τα εγγόνια τους. Κατόπιν επιμονής του παππού και της γιαγιάς κατόρθωσαν να δουν τα εγγόνια τους σε δημόσιο χώρο για λίγες ώρες δύο φορές μέσα σε ένα εξάμηνο.
Όπως αναφέρει η δικαστική απόφαση, η γιαγιά δεν ήταν μεγαλύτερη των 60 ετών και ο παππούς περίπου 65 ετών, καλλιεργημένοι, μορφωμένοι, ζουν σε υγιές και ευχάριστο περιβάλλον, χαίρουν εκτιμήσεως και υπεραγαπούν τις δύο εγγονές τους. Σύμφωνα με έκθεση της κοινωνικής λειτουργού, τα δύο ανήλικα κορίτσια έχουν αγκιστρωθεί στον πατέρα τους μετά το θάνατο της μητέρας τους, ενώ από την προσωπική επικοινωνία των δικαστών με τα δύο παιδιά διαπιστώθηκε ότι είναι ευχαριστημένα με τη νέα οικογένειά τους και τους δίνει χαρά η ύπαρξη του μικρού ετεροθαλούς αδελφού τους, τον οποίο υπεραγαπούν και ασχολούνται μαζί του.
Οι δύο ανήλικες εκδήλωσαν άρνηση να επικοινωνήσουν με τους γονείς της μητέρας τους γιατί τους μιλούσαν άσχημα και τις παραμελούσαν, ενώ δεν συνέδεσαν την άρνησή τους αυτή με τις μνήμες της μητέρας τους.
Όπως αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, η άρνηση των ανηλίκων είναι προφανές ότι προέρχεται, κατά ένα μέρος, από την καθοδήγηση του πατέρα τους και της νέας συζύγου του και από το φόβο ότι ίσως η επικοινωνία αυτή ανατρέψει το ρυθμό της ζωής τους.
Την ίδια στιγμή, ο πατέρας δήλωσε στην κοινωνική λειτουργό ότι δεν έχει αντίρρηση στην επικοινωνία των παιδιών του με τους γονείς της πρώην συζύγου του, αλλά δεν έδωσε εξήγηση γιατί μετά το θάνατο της συζύγου του αρχικά είχαν επαφή με τον παππού και την γιαγιά και μετά αυτή σταμάτησε.
Τελικά, ο Άρειος Πάγος επικύρωσε απόφαση του Εφετείου που έκρινε ότι δεν είναι επιζήμια η επικοινωνία – επαφή των δύο ανηλίκων με τον παππού και τη γιαγιά, αφού είναι ψυχικά υγιείς, με ηθικές αρχές και η μεταξύ τους επικοινωνία θα βοηθούσε να μην κοπούν οι δεσμοί αίματος, όπως επίσης θα βοηθούσε να επανασυνδεθούν με το οικογενειακό περιβάλλον της μητέρας τους και τους στενούς συγγενείς της και να μην είναι αγκιστρωμένες μόνο στο συγγενικό περιβάλλον του πατέρα τους. Αυτό οπωσδήποτε θα βοηθήσει στην ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη σ’ ένα υγιές περιβάλλον, που θα τους προσφέρει στοργή και φροντίδα, προσέθεσαν οι δικαστές.
Η αποκοπή τους με το γνώριμο περιβάλλον της πατρικής οικογένειας της μητέρας τους θα ήταν αντίθετη προς το συμφέρον τους και θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στον ψυχισμό τους, σημειώνεται στη δικαστική απόφαση. Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο ρύθμισε την επικοινωνία των δύο εγγονών με τον παππού και τη γιαγιά.