Λυδία λίθος (η)
1. η σκληρή μαύρη πέτρα, με την οποία ελέγχεται ο βαθμός γνησιότητας του χρυσού και του αργύρου.
2. (μφτ) καθετί (ιδιότητα, κατάσταση, όργανο, γεγονός) με το οποίο δοκιμάζεται η αντοχή, η αξία, η ιδιότητα (κάποιου): η ελευθερία του λόγου αποτελεί τη ~ της δημοκρατίας.
[ΕΤΥΜ. αρχ. φρ. (επίσης λυδία πέτρη) επειδή η πέτρα αυτής της μορφής ανακαλύφθηκε στην περιοχή της Λυδίας. Η φράση απαντά κατ’ εναλλαγή με την αρχ. λ. βάσανος]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006, σελίδα 1025