Μεσσιανισμός (ο) [1897]
1. η πίστη των Εβραίων στη μελλοντική έλευση του μεσσία, ο οποίος θα έσωζε τον εβραϊκό λαό
2. (κατ’ επέκτ.) η πίστη στο μελλοντικό ερχομό ενός μεσσία και γενικότ. ενός σωτήρα (λ.χ. στο πολιτικό ή εθνικό επίπεδο), δηλ. σε ένα πρόσωπο με εξαιρετικές ικανότητες (χαρισματικό ηγέτη), το οποίο θα λυτρώσει τον λαό ή το έθνος από τα προβλήματά του.
[ΕΤΥΜ. Μεταφορά του γαλλικού messianisme]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006, σελίδα 1079