Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 25, 2012)

Ενδημικός, -ή, -ό [1856] 
1. αυτός του οποίου η παρουσία συνδέεται με συγκεκριμένο τόπο, περιοχή: ~ πρόβλημα / φαινόμενο 
2. (ειδικοτ. για ασθένεια) αυτός που εμφανίζεται μόνιμα σε συγκεκριμένη περιοχή: ~ νόσος (βλ.λ) / νόσημα 
ενδημικά / -κώς επίρρ. [1897] ενδημικότητα (η) [1894]. 
[Ελληνογενής ξένος όρος < γαλλ. Endèmique]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β’ έκδοση, γ’ ανατύπωση 2006), σελίδα 605