Ενθυλακώνω ρ. μτβ [1880] {ενθυλάκω-σα, -θηκα, -μένος} (λογ.)

1. βάζω στην τσέπη μου
2. (ειδικότ.) ιδιοποιούμαι (κυρ. χρήματα) με παράνομο τρόπο
ΣΥΝ. (λαϊκ.) τσεπώνω. – ενθυλάκωση (η) [1894].
Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β’ έκδοση – γ’ ανατύπωση, σελίδα 611