Διφυής, -ής. -ές {διφυ-ούς | -είς (ουδ.: -ή)}
αυτός που έχει δυο μορφές, δισυπόστατος – διφυΐα (η)
ΕΤΥΜ: αρχ. < δι- (δίς) + -φυής < φύω.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 517
Διφυής, -ής. -ές {διφυ-ούς | -είς (ουδ.: -ή)}
αυτός που έχει δυο μορφές, δισυπόστατος – διφυΐα (η)
ΕΤΥΜ: αρχ. < δι- (δίς) + -φυής < φύω.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 517
Κρατύνω (κ. -άω)
ρ. μτβ. {εκράτυνα} (σπάν.-αρχαιοπρ.) (λογ.) ενισχύω, ισχυροποιώ: με την πολιτική του εκράτυνε την αυτοκρατορία και επέβαλε παντού την ισχύ του.
ΣΥΝ.: κραταιώνω.
ΕΤΥΜ.: αρχ < κράτος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 955
(αμετροεπ-ούς | -είς, ουδ.: -ή) (λογ.)
1. αυτός που δεν έχει μέτρο στα λόγια του, που φλυαρεί: ~ ομιλητής. ΣΥΝ.: φλύαρος
2. αυτός που λέει υπερβολικά λόγια, μεγαλοστομίες ή προσβολές.
– αμετροέπεια (η) [1887], αμετροεπώς (επίρρ.) ΣΧΟΛΙΟ: λ. -ης, -ης, -ες, εχέμυθος
ΕΤΥΜ.: αρχ < ἄμετρος + -επής <ἔπος (λόγος).
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 136
{-ης κ. -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων}
1. (κυριολ.) το ρίξιμο (κάποιου) από το παράθυρο στο έδαφος
2. (μτφ. – εκφραστ.) η εκδίωξη (κάποιου) από θέση / αξίωμα: η ~ του υπουργού προκαλεί εύλογες απορίες ΣΥΝ.: αποπομπή – εκπαραθυρώνω ρ.
ΕΤΥΜ.: μεταφρ. δάνειο από γαλλ. défenestration
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 575
[1895] (αχυρανθρώπ-ου | -ων, -ους)
1. ανθρώπινο ομοίωμα που έχει κατασκευαστεί από άχυρα. ΣΥΝ.: σκιάχτρο
2. (συνήθ. μφτ) πρόσωπο που προβάλλεται ως πρωταγωνιστής ενεργειών, πρωτοβουλιών, επιχειρήσεων στον πολιτικό και οικονομικό κυρ. χώρο, αλλά στην πραγματικότητα ενεργεί εξ ονόματος άλλων, διότι πίσω του κρύβονται οι πραγματικοί πρωταγωνιστές των γεγονότων: ο δικτάτορας ήταν ~ που εξυπηρετούσε συμφέροντα μεγάλων εταιριών
ΣΥΝ.: μαριονέτα, πιόνι
ΕΤΥΜ.: απόδ. Του γαλλ.homme da paille
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 334
η πρόσθεση βάρους στο κύτος σκάφους για την εξασφάλιση μεγαλύτερης σταθερότητας κατά την πλεύση
επίσης: ερμάτιση (η) – ερματίζω ρ. (αρχ.)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 672
ρ. αμετβ. {ξιφουλκείς…. | ξιφούλκησα}
1. τραβώ το ξίφος από τη θήκη του ΣΥΝ.: ξεσπαθώνω
2. (μτφ) κάνω έντονο διάλογο με κάποιον “ξιφούλκησαν οι δυο βουλευτές χτες στη Βουλή με αφορμή το επίμαχο νομοσχέδιο” – ξιφούλκηση (η)
ΕΤΥΜ.: αρχ. Ξιφουλκός < ξίφος + -ουλκός < ἕλκω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1227
(λογ.) αυτός που γίνεται χωρίς προσχήματα, χωρίς να υπάρχει έστω μια φαινομενική δικαιολογία:
οι δηλώσεις του πρέσβη αποτελούν ~ επέμβαση στα εσωτερικά άλλης χώρας || ~ πρόκληση
ΣΥΝ.: απροκάλυπτος – απροσχημάτιστα (επιρρ.)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 265
η οικονομική ανάπτυξη μέσα από διαδικασίες που δεν επιδεινώνουν τα ήδη υφιστάμενα προβλήματα του περιβάλλοντος. Στο βασικό πυρήνα της βρίσκεται κατά κύριο λόγο η προστασία του περιβάλλοντος μέσα από τη χρήση ήπιων μορφών ενέργειας σε κάθε επίπεδο και δράση.
Πρόκειται για μια σειρά διαδικασιών που συνήθως σχετίζονται με τους αγγλικούς όρους “green growth” και “sustainable development”
1. ο βωμός, το θυσιαστήριο
2. (ειδικ.) ο βωμός του Διονύσου, που ήταν τοποθετημένος στο κέντρο της ορχήστρας του θεάτρου.
– θυμελικός, -η, -ο (μτγν.)
ΕΤΥΜ.: αρχ. θ. θυ- (θύω) + -μέλη, πβ θε-μέλιον
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 761
1. (για έντυπα) αυτός που παρουσιάζει λάθη και ελλείψεις κατά την εκτύπωση ΣΥΝ. Κακοτυπωμένος
2. (ειδικότ.) κακέκτυπο (το) γραμματόσημο που παρουσιάζει σημαντικές παραλλαγές από τον κανονικό τύπο στο χρώμα, στην εικόνα κλπ οι οποίες οφείλονται σε λάθη κατά την εκτύπωση και για τον λόγο αυτό έχει μεγάλη συλλεκτική αξία.
3. (μτφ) αυτός που δεν μιμείται με επιτυχία το πρότυπό του: το εκπαιδευτικό σύστημα που εφαρμόστηκε, ήταν ~ αντίγραφο αντίστοιχων ευρωπαϊκών.
ΕΤΥΜ.: < κακ(ο) + έκτυπος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 809
πρόσωπο που λέει πολλά και μεγάλα λόγια κενά περιεχομένου, που δίνει πολλές υποσχέσεις χωρίς να τις τηρεί
ΣΥΝ.: λογάς
– λογοκοπία (η) [1889] κ. λογοκόπημα (το) [1889], λογοκοπώ ρ. μεσν. (-εις)
ΕΤΥΜ.: < λογο- + κόπος < κόπτω (π.β. μεσν. λογοκοπῶ)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1019
[αρχ.] 1. η σταθερή και αμετακίνητη προσήλωση σε πεποίθηση ή στάση (συνήθ. παρά τις αρνητικές συνθήκες): έδειξε μεγάλη ~ στην υποστήριξη της πρότασής αυτής || η ~ του στο θέμα καταντά παρεξηγήσιμη
ΣΥΝ.: επιμονή, ΑΝΤ.: χαλαρότητα, αδιαφορία, υπαναχώρηση, διαλλακτικότητα
2. (συνεκδ.) η ίδια πίστη ή στάση κλπ στην οποία εμμένει κανείς: δεν μπορεί να απαλλαγεί από τις ~ του.
ΣΧΟΛΙΟ: λ. μένω
ΕΤΥΜ: αρχ. < ἐμμένω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 595
1. αυτός που σχετίζεται με τη διάρθρωση
2. (ειδικότ.) αυτός που προχωρεί σε βάθος, που αγγίζει την ίδια τη δομή, την οργάνωση συστήματος: για να καταπολεμηθεί η γραφειοκρατεία χρειάζονται ~ αλλαγές || ~ παρεμβάσεις / μέτρα / Ταμείο.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 491
αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, να περιγραφεί με λέξεις. ΣΥΝ.: απερίγραπτος, ανέκφραστος, άφατος. – ανείπωτα (επίρρ.)
ΕΤΥΜ.: < αν- στερητ. + θέμ. ἐιπ- από όπου και αόρ. Β’ εἶπον, ρ. λέγω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 178