Οιωνίζομαι
ρ. μτβ απόθ. [αρχ] μόνο σε ενεστ. (αρχαιοπρ.)
1. (στην αρχαιότητα) μαντεύω το μέλλον παρατηρώντας το τρόπο πτήσεως των πτηνών και ακούγοντας τις κραυγές τους
2. (κατ’ επέκτ.) προλέγω (πράγματα που πρόκειται να συμβούν): ~ συμφορές
ΣΥΝ.: προβλέπω, προφητεύω, μαντεύω (πβ. λ. προοιωνίζομαι) – οιωνισμός (ο) μτγν.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 1243