Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 12, 2019)

Οιωνίζομαι
ρ. μτβ απόθ. [αρχ] μόνο σε ενεστ. (αρχαιοπρ.)

1. (στην αρχαιότητα) μαντεύω το μέλλον παρατηρώντας το τρόπο πτήσεως των πτηνών και ακούγοντας τις κραυγές τους
2. (κατ’ επέκτ.) προλέγω (πράγματα που πρόκειται να συμβούν): ~ συμφορές

ΣΥΝ.: προβλέπω, προφητεύω, μαντεύω (πβ. λ. προοιωνίζομαι) – οιωνισμός (ο) μτγν.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 1243

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 11, 2019)

Ευτράπελος, -η, -ο

1. (για ενέργεια, κατάσταση, λόγο προφορικό ή γραπτό) αυτός που προκαλεί γέλιο και ευθυμία: ~ παρατηρήσεις / ιστορίες / ύφος / αφήγηση ΣΥΝ.: αστείος, φαιδρός, ευθυμος ΑΝΤ.: σοβαρός, περισπούδαστος

2. ευτράπελα (τα) αστεία ή γελοία επεισόδια: τα ~ της πολιτικής / της κοσμικής Αθήνας. – ευτράπελα (επιρρ). ευτραπελία (η) (αρχ.).

ΕΤΥΜ.: αρχ. αρχική σημ. “ευμετάβλητος – ετοιμόλογος”, “εὐ + -τράπ-ε-λος πβ. αόρ. β’ ἐ-τράπ-ην του ρ. τρέπω

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 696

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 10, 2019)

μαλθουσιανισμός (ο)

(Οικον.) η θεωρία του Άγγλου οικονομολόγου Τ. Μάλθους, κατά την οποία η φτώχεια και η κακή ποιότητα ζωής οφείλεται στην αύξηση του πληθυσμού με ταχύτερους ρυθμούς από την αύξηση της παραγωγής των μέσω διατροφής, γεγονός που υπαγορεύει την υιοθέτηση πολιτικής για την επιβράδυνση της πληθυσμιακής αύξησης.

ΕΤΥΜ.: μεταφορά του αγγλ. Malthusianism, από το όνομα του Άγγλου οικονομολόγου T.R. Malthus (1766 – 1834), που ανέπτυξε τη θεωρία του το 1798 στο βιβλίο An essay on the Principle of Population (Δοκίμιο επί της Αρχής του Πληθυσμού)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 1042

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 9, 2019)

Διφορούμενος, -η, ο

1. αυτός που επιδέχεται δυο ερμηνείες, που μπορεί να ερμηνευτεί με δυο τρόπους, αμφίσημος: ~ έννοια / νόημα / ύφος
2. (μτφ) ασαφής, αόριστος: ~ λόγος / απάντηση

ΣΥΝ.: αμφιλεγόμενος ΣΧΟΛ.: δίσημος
ΕΤΥΜ: μτχ. ενεστ. του μτγν. “διφοροῦμαι” “προφέρομαι, εκφωνούμαι διττως” <δι (<δίς) + φορῶ/-οῦμαι < φέρω. Η σημερινή σημασία απαντά αρχικώς στους στωικούς φιλοσόφους.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 517

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 8, 2019)

Μωρολόγημα (το)

[αρχ.] (μωρολογήμ-ατος | -ατα | -άτων)
ανόητη κουβέντα, λόγος ή ομιλία χωρίς περιεχόμενο η χθεσινή μας συζήτηση ήταν γεμάτη μωρολογήματα και φλυαρίες.
ΣΥΝ.: χαζοκουβέντα, φληνάφημα, ανοησία, βλακεία
ΑΝΤ.: ευφυολόγημα, εξυπνάδα. Επίσης μωρολογία (η) [αρχ.]

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β” έκδοση, Γ” ανατύπωση (2006), σελίδα 1160

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 7, 2019)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗΠροστατευτισμός (ο)

η εμπορική πολιτική πρακτική που επιδιώκει την προστασία της εγχώριας παραγωγής από τον εξωτερικό ανταγωνισμό με την επιβολή περιορισμών ή δασμών στις εισαγωγές.

ΕΤΥΜ.: μεταφρ. δάνειο από αγγλ. Protectionism

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1496

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 6, 2019)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗΟρθοέπεια (η)
(χωρίς πληθυντικό) η σωστή γλωσσική διατύπωση, ο σωστός χειρισμός του λόγου – ορθοεπής, -ης, -ές (μτγν) ορθοεπώς επίρρ.

ΕΤΥΜ.: αρχ. ὀρθο + -έπεια < επής < ἔπος, πβ. ἀμετρο-έπεια, καλλι-έπεια

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1274

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 4, 2019)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗεκποίηση (η)
αρχ. [-ης κ. -ήσεως | -ήσεις κ. -ήσεων]

1. (α) η αναγκαστική πώληση, συνήθ. Κατόπιν αποφάσεως δικαστηρίου (β) κακοσ.: το ξεπούλημα: η ~ του εθνικού πλούτου σε ξένους επιχειρηματίες.
2. ΝΟΜ.: η μεταβίβαση, αλλοίωση, κατάργηση ή επιβάρυνση υφιστάμενου δικαιώματος.

Εκποιητής (ο), εκποιητικός, – ή, -ό

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 575

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 3, 2019)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗΝενομισμένος, -η, -ο (λογ.)

1. αυτός που έχει καθιερωθεί από τον νόμο ή από το έθιμο, που ισχύει σύμφωνα με θετό και το εθιμικό δίκαιο: το στρατιωτικό απόσπασμα απέδωσε στη σωρό του εκλιπόντος τις ~ τιμές.
2. (συχνά ως ουσιαστικό νενομισμένα, τα) τα καθιερωμένα

ΣΥΝ.: καθιερωμένος, ΕΤΥΜ.: μτχ. παθ. παρακ. του αρχ. νομίζω (π.β. νομίζεται “είναι καθιερωμένο ως έθιμο”)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1171

 

 

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 2, 2019)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗΑνέστιος, -α, -ο

αυτός που δεν έχει δικό του σπίτι (εστία) και, κατ’ επέκτ. πατρίδα, αυτός που περιπλανάται από τον έναν τόπο στον άλλον: γύριζε από χωριό σε χωριό, από σπίτι σε σπίτι, ~ και αξιοθρήνητος.
ΣΥΝ.: περιπλανώμενος

ΕΤΥΜ.: αρχ. < ἀν – στερητ. + ἑστία

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 184

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 51, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗανεπιτήδειος, -α, -ο

(αρχ – λογ.) αυτός που δεν διαθέτει τις κατάλληλες δεξιότητες ή ικανότητες (συν. για την εκτέλεση έργου): είναι ~ αν χειριστεί τέτοιο λεπτό ζήτημα. ΑΝΤ.: επιτήδειος.
Ανεπιτήδεια επιρρ., ανεπιτηδειότητα (η) (μτγν.)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 183

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 50, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗΑπόστημα (το)

(αποστήμ-ατος | -ατα, -άτων)

1. ΙΑΤΡ.: Η συσσώρευση πυώδους υγρού σε νεοσχηματισμένη κοιλότητα (πβ. λ. Εμπύημα)

2. μτφ.: κάθε σύμπτωμα κοινωνικής παθολογίας (εγκληματικότητα, ναρκωτικά κλπ): τα ναρκωτικά έχουν καταντήσει το μεγαλύτερο ~ της κοινωνίας μας.

ΕΤΥΜ.: αρχ. Αρχική σημασία “απόσταση, διάστημα” < ἀφίστημι “απομακρύνω”. Ο ιατρικό όρος απαντά ήδη στον Ιπποκράτη

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 255

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 49, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗΛυσιτελής, -ης, -ές
{λυσιτελ-ούς | -είς (ουδ. -ή | λυσιτελέστ-ερος, – ατος} (λογ.)

αυτός που παρέχει οφέλη, ο χρήσιμος: ~ μέτρα / λύσεις

ΣΥΝ.: ωφέλμος, τελέσφορος, επωφελής ΑΝΤ.: αλυσιτελής – λυσιτελώς επιρρ. [μτγν.] λυσιτέλεια (η) [μτγν.], λυσιτελώ ρ. (αρχ.)
ΣΧΟΛΙΟ λ.: -ης, -ης, -ες
ΕΤΥΜ.: αρχ. < λυσι- (λύω) + -τελής < τέλος

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1028

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 48, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗ

Επίγευση (η)

[1894]{-ης κ. -εύσεως χωρίς πληθ.} η γευστική εντύπωση που αφήνει έδεσμα ή ποτό μετά την κατάποση: κρασί με έντονη γεύση και μακρά στυφή ~

Γ.Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 645

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 47, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗφαντεζί

επιθ. (άκλητ.) αυτός που προκαλεί εντύπωση λόγω της ιδιομορφίας και του ασυνήθηστου χαρακτήρα του: ~ χρώματα (έντονα χρώματα σε ασυνήθιστους συνδυσμούς)

ΣΥΝ.: έντονος, χτυπητός, φανταχτερός. Επίσης φαντεζίστικος, -η, -ο
ΕΤΥΜ: αντιδάν. γαλλ. Fantaisie < λατ. phantasia < αρχ. Φαντασία

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1869