Καλό μήνα από την Περισκόπηση

διαλανθάνω
ρ. μετβ. (αρχ.) διέλαθα (λογ.) στη φρ. Διαλανθάνει / διέλαθε την προσοχή μου, διέφυγε την προσοχή μου: διαλανθάνει την προσοχή σας, όμως και η κοινωνική διάσταση του θέματος || η στάση του δεν διέλαθε την προσοχή μου.
ρ. μετβ. (μανιπουλάρισα), επηρεάζω επιδέξια (άτομο ή ομάδα), με τρόπο που να σκέπτεται και να ενεργεί όπως επιθυμώ: μερικοί συνδικαλιστές προσπαθούν να μανιπουλάρουν τους εργαζομένους
ΣΥΝ.: χειραγωγώ – μανιπουλάρισμα (το)
ΕΤΥΜ.: < ιταλ. manipolare < λατιν. Manipulus “χούφτα”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1045
Αβελτηρία (η) κ. αβελτερία
η διανοητική νωθρότητα και κατ’ επέκταση η ανοησία, η αμυαλιά: η δήλωση του αξιωματούχου φανερώνει ~
ΣΥΝ.: μωρία, κουφόνοια – ΑΝΤ.: ευστροφία, εξυπνάδα. αβέλτερος, -η, -ο (αρχ.)
ΕΤΥΜ.: < αρχ. Αβελτερία < ἀβέλτερος < ἀ (στερητ.) + βέλτερος, παράλλ. τ. τού βελτίων “καλύτερος”, οπότε η λέξη θα σήμαινε αυτόν που δεν επιδέχεται βελτίωση
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 44
ευεξήγητος, -η, -ο
(1887) αυτός που εξηγείται εύκολα: ~ γεγονός / συμβάν / περιστατικό
ΑΝΤ.: δυσεξήγητος, ανεξήγητος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 687
παρορώ
ρ. μτβ. (παροράς…) (αρχαιοπρ.)
1. αφήνω κάτι να περάσει χωρίς να δώσω ιδιαίτερη προσοχή ή προσποιούμαι πως δεν το βλέπω. ΣΥΝ.: παραβλέπω (λογ.) αντιπαρέρχομαι, (καθημ.) κάνω τα στραβά μάτια
2. αντιμετωπίζω χωρίς ενδιαφέρον, αδιάφορα
3. υποτιμώ τη σημασία του πράγματος ΣΥΝ.: περιφρονώ
ΕΤΥΜ.: < αρχ. παρορῶ (-άω) < παρ(α) + ὁρῶ
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1348