Ετικέτα: Περισκόπηση λέξη της εβδομάδας
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 23, 2020)
διαλανθάνω
ρ. μετβ. (αρχ.) διέλαθα (λογ.) στη φρ. Διαλανθάνει / διέλαθε την προσοχή μου, διέφυγε την προσοχή μου: διαλανθάνει την προσοχή σας, όμως και η κοινωνική διάσταση του θέματος || η στάση του δεν διέλαθε την προσοχή μου.
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 19, 2020)
Μανιπουλάρω
ρ. μετβ. (μανιπουλάρισα), επηρεάζω επιδέξια (άτομο ή ομάδα), με τρόπο που να σκέπτεται και να ενεργεί όπως επιθυμώ: μερικοί συνδικαλιστές προσπαθούν να μανιπουλάρουν τους εργαζομένους
ΣΥΝ.: χειραγωγώ – μανιπουλάρισμα (το)
ΕΤΥΜ.: < ιταλ. manipolare < λατιν. Manipulus “χούφτα”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1045
Αβελτηρία (η) κ. αβελτερία
η διανοητική νωθρότητα και κατ’ επέκταση η ανοησία, η αμυαλιά: η δήλωση του αξιωματούχου φανερώνει ~
ΣΥΝ.: μωρία, κουφόνοια – ΑΝΤ.: ευστροφία, εξυπνάδα. αβέλτερος, -η, -ο (αρχ.)
ΕΤΥΜ.: < αρχ. Αβελτερία < ἀβέλτερος < ἀ (στερητ.) + βέλτερος, παράλλ. τ. τού βελτίων “καλύτερος”, οπότε η λέξη θα σήμαινε αυτόν που δεν επιδέχεται βελτίωση
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 44
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 10, 2020)
ευεξήγητος, -η, -ο
(1887) αυτός που εξηγείται εύκολα: ~ γεγονός / συμβάν / περιστατικό
ΑΝΤ.: δυσεξήγητος, ανεξήγητος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 687
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 8, 2020)
παρορώ
ρ. μτβ. (παροράς…) (αρχαιοπρ.)
1. αφήνω κάτι να περάσει χωρίς να δώσω ιδιαίτερη προσοχή ή προσποιούμαι πως δεν το βλέπω. ΣΥΝ.: παραβλέπω (λογ.) αντιπαρέρχομαι, (καθημ.) κάνω τα στραβά μάτια
2. αντιμετωπίζω χωρίς ενδιαφέρον, αδιάφορα
3. υποτιμώ τη σημασία του πράγματος ΣΥΝ.: περιφρονώ
ΕΤΥΜ.: < αρχ. παρορῶ (-άω) < παρ(α) + ὁρῶ
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1348
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 5, 2020)
δυσφράδεια (η) (χωρίς πληθυντικό)
ΙΑΤΡ.: δυσχέρεια στην προφορά και την άρθρωση των λέξεων
ΕΤΥΜ.: μεσν. < δυσφραδής < δυσ + -φραδής < φράζω “μιλώ, εκφράζομαι”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 535
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 4, 2020)
διαχυτικότητα (η)
[1887, χωρ. γεν. πληθ.] η έντονη εκδήλωση συναισθημάτων με χειρονομίες, λόγια, εκφράσεις προσώπου, έντονες κινήσεις γενικά: άρχισε τις ~ μπροστά σε όλους
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 500
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 3, 2020)
Αντιστάθμισμα (το)
{αντισταθμίσμ-ατος | -ατα, -άτων}
1. (κυριολεκτ.) βάρος που χρησιμοποιείται για την αντιρρόπηση άλλου, για την αντικατάσταση ή την επίτευξη ισορροπίας: (στο ζύγισμα) ήθελε είκοσι κιλά ~ για να ισορροπήσει. ΣΥΝ.: αντίβαρο
2. (γενικότ.) οτιδήποτε προσφέρεται ως αναγνώριση και ανταμοιβή παροχής, υπηρεσίας ή προς αναπλήρωση απώλειας: αυτή η μέρα χαράς είναι το ~ των αγώνων μιας ζωής. ΣΥΝ.: ανταμοιβή, αποζημίωση, αντάλλαγμα
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 211
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 1, 2020)
Επίπλαστος, -η, -ο
αυτός που δεν χαρακτηρίζεται από φυσικότητα, αληθοφάνεια: ~ αμόγελο / ευγένεια / ειλικρίνεια / συμπεριφορά / αρετή.
ΣΥΝ.: προσποιητός, επιτηδευμένος, τεχνητός, υποκριτικός
ΑΝΤ.: πραγματικός – επίπλαστα (επίρρ.)
ΕΤΥΜ.: μτγν. <αρχ. ἐπιπλάσσω < ἐπί + πλάσσω / -ττω “πλάθω”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 654
Πάντα η τελευταία “λέξη της εβδομάδας”, της 52ης, δίνει το στίγμα όλης της χρονιάς.
Για φέτος επιλέξαμε μια λέξη που έχει να κάνει με εμάς εδώ στην Περισκόπηση, μια λέξη που αποδεδειγμένα δίνει το στίγμα μας και που ισχύει από το 2007 που είμαστε μαζί: τη λέξη “αξιόπιστος”.
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 50, 2019)
Ιντριγκαδόρος (ο)
πρόσωπο που επιδίδεται ρε ραδιουργίες, σε μηχανορραφίες.
ΕΤΥΜ: ίντριγκα + -δόρος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 781
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 49, 2019)
Μέρισμα (το)
[μερίσμ-ατος | -ατα | -άτων]
1. (λογ) το μερίδιο
2. (οικον) το ποσό που καταβάλλεται από τα κέρδη ανώνυμης εταιρίας σε κάθε μέτοχο : προσωρινό / συμπληρωματικό / τελικό / πλασματικό / πρόσθετο / προνομιούχο / αζήτητο / ανείσπρακτο ~ || ένταλμα πληρωμής μερίσματος.
ΕΤΥΜ.: μτγν. αρχική σημασία “μέρος συνόλου” < αρχ. “μερίζω”. Ο οικον. όρος αποδίδει το γαλλικό “dividende”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1074
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 44, 2019)
Εγκατασπείρω
ρ. μετβ. {μτγν} (εγκατέσπειρα, εγκατασπάρθηκα, εγκατασπαρμένος)
1. σκορπίζω στο χώρο, εκτοξεύω προς όλες τις κατευθύνσεις. ΣΥΝ.: διασπείρω
2. (μτφ) υποθάλπω και διαδίδω προς όλες τις κατευθύνσεις (ειδήσεις, φήμες κλπ) – τη διχόνοια/ψεύδη. ΣΥΝ.: διασπείρω, διασκορπίζω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 543
Έκρυθμος, -η, -ο
{μτγν.} (λόγ) αυτός που βρίσκεται στα πρόθυρα της έκρηξης, που πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει: η κατάσταση της χώρας πριν από το πραξικόπημα ήταν ιδιαίτερα ~
ΣΥΝ.: διαταραγμένος – εκρύθμως (επίρρ.), εκρυθμία (η) 1889
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 576