Κατηγορία: στήλες
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 9, 2014)
Μεταρσιώνω
ρ. μτβ {μεταρσίω-σα, -θηκα, -μένος} προκαλώ ψυχική ανάταση, εξυψώνω (την ψυχή και το πνεύμα): “ο μεταμελημένος πιστός έβγαινε μετραρσιωμένος από το εξομολογητήριο” (εφημ.). ΣΥΝ ανεβάζω, εξυψώνω
– μεταρσίωση (η) [1887], μεταρσιωτικός, -ή, -ό
[ΕΤΥΜ. < αρχ. Μεταρσιῶ (-όω) < μετάρσιος “ο αιωρούμενος ψηλά στον αέρα” < μετάρτ-ιος < μέτ-αρ-τος < μετ(α)- + ἀείρω “υψώνω”.]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1086
Καλό μήνα!!!
Καζάντιο (το)
(χωρίς γεν.) (λαικ) (συνηθ. στον πλυθηντικό) τα – κυρίως χρηματικά – κέρδη από εμπορικές συναλλαγές ή εργασία, η περιουσία που δημιουργεί κανείς με την εργασία του
φρ. (ειρων.) είδαμε τα καζάντιά σου! = για την αποτυχία κάποιου να προκόψει, να έχει κάποιο όφελος: ~ που δεν έχεις μια δραχμή στην άκρη ΣΥΝ. Καζάντισμα.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 799
.
Συνεπαγωγή (η) [1896]
1. αυτό που προκύπτει ως λογικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα από κάτι άλλο ή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεσή του,
2. ΜΑΘ. Η πρόταση που προκύπτει από δυο άλλες προτάσεις α και β και έχει μορφή “αν α, τότε β”.
[ΕΤΥΜ. Η λέξη πρωτοαπαντά στη νέα Ελληνική με την αρχαία σημασία (του ρ. Συνεπάγω) “συγκέντρωση όπλων και εφοδίων”. Οι σημερινές σημασίες οφείλονται στους όρους επάγω – επαγωγή (βλ.λ.)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1702
Μέτρα για το κάπνισμα, γενική απαγόρευση της (κακιάς, κάκιστης) συνήθειας, υψηλά πρόστιμα σε καπνιστές και καταστηματάρχες που συνεχίζουν κ.ο.κ….
Μια σειρά από βλακείες, ούτως ώστε κάποιοι να κρύψουν 3 ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ ανεπάρκειές τους: 1) την ανικανότητά τους να κάνουν οποιονδήποτε να κατανοήσει, δια μέσου διαφόρων δράσεων ή ακόμη και του σχολείου, ότι καπνίζοντας φλερτάρει επικίνδυνα και στενά με τον καρκίνο και με μια σειρά από άλλες σοβαρές ασθένειες 2) την αντιδημοκρατικότητά τους, αφού πρόκειται περί ενός καθαρά χουντικού μέτρου το οποίο επιβάλλεται με το στανιό (γιατί αν σήμερα απαγορεύεται το κάπνισμα, αύριο θα απαγορευτούν, δια νόμου φυσικά, άλλα ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ πράγματα!), 3) την… “αγωνία” τους για την υγεία των πολιτών (μάλλον πρόκειται περί αγωνίας εισπρακτικού χαρακτήρα και τίποτε περισσότερο).
Αν πραγματικά ήθελαν να παρουσιάσουν έργο και να κάνουν καλό (και τώρα ομιλώ ως καπνιστής!), τότε θα μπορούσαν:
Διχογνωμία (η) [1856]
η ύπαρξη αντίθετων γνωμών, η διάσταση απόψεων
ΣΥΝ. διαφωνία, αντιγνωμία ΑΝΤ. συμφωνία, ομοφροσύνη. Επίσης (λαϊκ.) διχογνωμοσύνη [μτγν.] – διχογνωμώ π. [μτγν.] {-είς…}.
[ΕΤΥΜ < μτγν. διχογνωμώ (-έω) < δίχο (<αρχ. δίχα, “σε δυο μέρη, χωριστά” < δίς) + γνωμώ < γνώμη]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 517
[ΕΤΥΜ. οι λέξεις αποτελούν τμήμα πασίγνωστου χρησμού του Δελφικού μαντείου, ο οποίος μπορούσε να ερμηνευτεί διττώς (ανάλογα με τη θέση του κόμματος) ως εξής:
(α) “ἤξεις, ἀφήξεις, οὐ θνήξεις ἐν πολέμω = θα φθάσεις, θα επιστρέψεις, δεν θα πεθάνεις στον πόλεμο”
(β) “ἤξεις, ἀφήξεις οὐ, θνήξεις ἐν πολέμω = θα φθάσεις, δεν θα επιστρέψεις, θα πεθάνεις στον πόλεμο”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 733