Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Νενομισμένος, -η, -ο (λογ.)
1. αυτός που έχει καθιερωθεί από τον νόμο ή από το έθιμο, που ισχύει σύμφωνα με θετό και το εθιμικό δίκαιο: το στρατιωτικό απόσπασμα απέδωσε στη σωρό του εκλιπόντος τις ~ τιμές.
2. (συχνά ως ουσιαστικό νενομισμένα, τα) τα καθιερωμένα
ΣΥΝ.: καθιερωμένος, ΕΤΥΜ.: μτχ. παθ. παρακ. του αρχ. νομίζω (π.β. νομίζεται “είναι καθιερωμένο ως έθιμο”)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1171
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Ανέστιος, -α, -ο
αυτός που δεν έχει δικό του σπίτι (εστία) και, κατ’ επέκτ. πατρίδα, αυτός που περιπλανάται από τον έναν τόπο στον άλλον: γύριζε από χωριό σε χωριό, από σπίτι σε σπίτι, ~ και αξιοθρήνητος.
ΣΥΝ.: περιπλανώμενος
ΕΤΥΜ.: αρχ. < ἀν – στερητ. + ἑστία
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 184