Κατηγορία: στήλες
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 35, 2014)
Κεχηνώς, -υία, -ός
(κεχην-ότος, -ότα | -ότες (ούδ. -ότα), -ότων) (αρχαιπρ. Κυρ. Στο αρσ) αυτός που χάσκει, που έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη: κοίταζε κεχηνώς
ΣΥΝ. Κατάπληκτος – κεχηνότως επίρρ.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 887
Διαρρήδην επιρρ. (αρχαιοπρ.)
χωρίς περιστροφές ή υπεκφυγές: υποστήριξε ~ τις διεκδικήσεις του.
ΣΥΝ. ρητά, κατηγορηματικά, απερίφραστα, αναφανδόν
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 492
.
.
Στη γλώσσα του Διαδικτύου η λέξη τρολ ή τρολλ (troll) περιγράφει κάποιον χρήστη του Ίντερνετ με πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία online ανοιχτή κοινότητα, όπως ένα φόρουμ συζήτησης, mailing list, chat room ή μπλογκ, με πρωταρχική πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους χρήστες ή με κάθε τρόπο να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες. Η συμπεριφορά αυτή πολλές φορές συνοδεύεται από αμφιλεγόμενη διαμάχη των υπολοίπων περί του σκοπού του.
Η σύγχρονη χρήση του όρου φαίνεται ότι εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο διαδίκτυο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αλλά η πιο γνωστή καταγεγραμμένη αναφορά προέρχεται από συζήτηση του 1991.
πρόδηλος, -η, -ο (λογ.)
πολύ φανερός, αυτός που διακρίνεται με την πρώτη ματιά, που γίνεται αντιληπτός: ~ κίνδυνος / συμφέρον / αποτέλεσμα / ανησυχία / ανάγκη || “ωστόσω, από την ~ αυτή αλήθεια πολλοί υπεκφεύγουν για λόγους ιδεαλισμού ή δόγματος” (εφημερ.)
ΣΥΝ. ολοφάνερος, προφανής, πασίδηλος, κατάδηλος
ΑΝΤ. άδηλος, αφανέρωτος, ανομολόγητος, κρυφός. – Προδήλως επίρρ.
ΕΤΥΜ. < προ + δήλος “φανερός, προφανής” βλ.λ.)
.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1475
.
Λιβελλογράφημα (το)
(1888) {λιβελλογραφήμ-ατος | -ατα, -άτων} δημοσίευμα, άρθρο ή βιβλίο που περιέχει δυσφημιστικά σχόλια και κακόβουλους, συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς (για κάποιον): “δεν πρόκειται για υπεύθυνη κριτική αλλά για κατάπτυστο ~”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1009
.
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 27, 2014)
Διαγκωνισμός (ο) [1888] (λογ.)
1. η προσπάθεια να ανοιχτεί πέρασμα ανάμεσα σε πλήθος με σπρωξίματα
2. (μτφ.) ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ συνδιεκδικητών: ~ χιλιάδων υποψηφίων για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ
[ΕΤΥΜ. Το μτγν. διαγκωνισμός σήμαινε “σπρώξιμο με τους αγκώνες”]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 478