.
Κατηγορία: στήλες
Τρολ (ή τρολλ ή troll)
.
Στη γλώσσα του Διαδικτύου η λέξη τρολ ή τρολλ (troll) περιγράφει κάποιον χρήστη του Ίντερνετ με πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία online ανοιχτή κοινότητα, όπως ένα φόρουμ συζήτησης, mailing list, chat room ή μπλογκ, με πρωταρχική πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους χρήστες ή με κάθε τρόπο να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες. Η συμπεριφορά αυτή πολλές φορές συνοδεύεται από αμφιλεγόμενη διαμάχη των υπολοίπων περί του σκοπού του.
Η σύγχρονη χρήση του όρου φαίνεται ότι εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο διαδίκτυο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αλλά η πιο γνωστή καταγεγραμμένη αναφορά προέρχεται από συζήτηση του 1991.
πρόδηλος, -η, -ο (λογ.)
πολύ φανερός, αυτός που διακρίνεται με την πρώτη ματιά, που γίνεται αντιληπτός: ~ κίνδυνος / συμφέρον / αποτέλεσμα / ανησυχία / ανάγκη || “ωστόσω, από την ~ αυτή αλήθεια πολλοί υπεκφεύγουν για λόγους ιδεαλισμού ή δόγματος” (εφημερ.)
ΣΥΝ. ολοφάνερος, προφανής, πασίδηλος, κατάδηλος
ΑΝΤ. άδηλος, αφανέρωτος, ανομολόγητος, κρυφός. – Προδήλως επίρρ.
ΕΤΥΜ. < προ + δήλος “φανερός, προφανής” βλ.λ.)
.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1475
.
Λιβελλογράφημα (το)
(1888) {λιβελλογραφήμ-ατος | -ατα, -άτων} δημοσίευμα, άρθρο ή βιβλίο που περιέχει δυσφημιστικά σχόλια και κακόβουλους, συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς (για κάποιον): “δεν πρόκειται για υπεύθυνη κριτική αλλά για κατάπτυστο ~”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1009
.
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 27, 2014)
Διαγκωνισμός (ο) [1888] (λογ.)
1. η προσπάθεια να ανοιχτεί πέρασμα ανάμεσα σε πλήθος με σπρωξίματα
2. (μτφ.) ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ συνδιεκδικητών: ~ χιλιάδων υποψηφίων για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ
[ΕΤΥΜ. Το μτγν. διαγκωνισμός σήμαινε “σπρώξιμο με τους αγκώνες”]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 478
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 26, 2014)
1. αυτός που επιβάλλεται ή ενδείκνυται για ορισμένη περίπτωση: δόθηκε η ~ προσοχή και στις δυο πλευρές || δεν υπήρξε ο ~ σεβασμός στη μνήμη των πεσσόντων ΣΥΝ: πρέπων, δέων
2. πρεπούμενα (τα): α) το σωστό, το επιβεβλημένο κατά το δίκαιο: πράττω τα ~ β) ότι κατά τα κρατούντα ή δικαιωματικώς ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον: στον έρανο έδινε τα ~
{ΕΤΥΜ. < πρέπω + παραγγ. επίθημα -ούμενος (κατά τις μτχ. των συνηρμένων), πβ. κ. χαρ-ούμενος, τρεχ-ούμενος}
.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1465
ηλιοστάσιο (το) {ηλιοστασί-ου|ηλιοστασί-ων}
ΑΣΤΡΟΝ. Κάθε μια από τις δυο ημέρες στη διάρκεια του έτους, κατά τις οποίες η ημέρα έχει τη μέγιστη ή την ελάχιστη διάρκεια ανάλογα με τη θέση του Ήλιου ως προς τη Γη: θερινό ηλιοστάσιο (21-22 Ιουνίου) και χειμερινό (21-22 Δεκεμβρίου), αντίστοιχα.
[ΕΤΥΜ.: <μεσν. ἡλιοστάσιον < ἡλιο- + στάσιον>στάσις]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 728
.