Κατηγορία: στήλες
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 7, 2015)
Εύβουλος, -η, -ο
(αρχαιοπρ.) αυτός που έχει την ικανότητα να σκέπτεται ορθά και με σύνεση
ΣΥΝ.: συνετός, φρόνιμος, σώφρων, νουνεχής. ΑΝΤ.: ασύνετος, άφρων, άκριτος, απερίσκεπτος, – ευβούλως επίρρ. (μτγν.), ευβουλία (η) [αρχ.]
ΕΤΥΜΟΛ.: αρχ. <εὐ + -βουλος < βουλή “σκέψη, απόφαση”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 685
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 6, 2015)
Πέπρωται
ρ. αμτβ. απρόσ. (παρακ. επέπρωτο) (αρχαιοπρ.)
Έχει καθοριστεί από τη μοίρα, πρόκειται να συμβεί χωρίς τίποτε να μπορεί να το σταματήσει.
Επέπρωτο να το ζήσουμε και αυτό ΣΥΝ.: είναι γραμμένο
[ΕΤΥΜ.: αρχ. βλ.λ. πεπρωμένο]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1374
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 5, 2015)
Διαπρύσιος, -α, -ο (λογ.)
Διαπρύσιος κήρυκας=> πρόσωπο που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό: έγινε ~ της αδελφοσύνης των λαών.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 491
Καλό μήνα από την Περισκόπηση!
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 3, 2015)
Αυτός που ασχολείται ή σχετίζεται με πράγματα άνευ ουσίας: ~ δραστηριότητες, που μόνο φθορά μας προκαλούν
ΣΥΝ. Κενόδοξος, ματαιόδοξος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 879
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 2, 2015)
π. μτβ. (ενωτίσθηκα) (λογ.) ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι. – ας ενωτιστούν οι αρμόδιοι τα προβλήματα των νέων και ας λάβουν τα κατάλληλα μέτρα
[ΕΤΥΜ. Μτγν. ἐ ν+ -ωτίζομαι (< οὖς, ὠτός)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 620
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 1, 2015)
(λαϊκ) αυτός που συμφέρει, επωφελής ΑΝΤ. Ασύμφορος, επιζήμιος – συμφερτικά (επίρρ).
Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1691
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 51, 2014)
(λογ.) η ενδυνάμωση, η ισχυροποίηση (σε κάτι). Συνήθως στη φράση εις/προς επίρρωσιν, προς ενίσχυση: τους διάβασε και ένα σχετικό χωρίο του Πλάτωνα ~ ~ των επιχειρημάτων του.
ΕΤΥΜ.: <μτγν. ἐπίρρωσις < ἐπιρρώνυμι “ενισχύω, ενδυναμώνω” < ἐπι + ῥώννυμι. βλ. λ. Ρώμη
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 656