Κατηγορία: στήλες
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 5, 2015)
Διαπρύσιος, -α, -ο (λογ.)
Διαπρύσιος κήρυκας=> πρόσωπο που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό: έγινε ~ της αδελφοσύνης των λαών.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 491
Καλό μήνα από την Περισκόπηση!
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 3, 2015)
κενόσπουδος, -η, -ο (μτγν), (λογ.)
Αυτός που ασχολείται ή σχετίζεται με πράγματα άνευ ουσίας: ~ δραστηριότητες, που μόνο φθορά μας προκαλούν
ΣΥΝ. Κενόδοξος, ματαιόδοξος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 879
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 2, 2015)
π. μτβ. (ενωτίσθηκα) (λογ.) ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι. – ας ενωτιστούν οι αρμόδιοι τα προβλήματα των νέων και ας λάβουν τα κατάλληλα μέτρα
[ΕΤΥΜ. Μτγν. ἐ ν+ -ωτίζομαι (< οὖς, ὠτός)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 620
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 1, 2015)
(λαϊκ) αυτός που συμφέρει, επωφελής ΑΝΤ. Ασύμφορος, επιζήμιος – συμφερτικά (επίρρ).
Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1691
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 51, 2014)
(λογ.) η ενδυνάμωση, η ισχυροποίηση (σε κάτι). Συνήθως στη φράση εις/προς επίρρωσιν, προς ενίσχυση: τους διάβασε και ένα σχετικό χωρίο του Πλάτωνα ~ ~ των επιχειρημάτων του.
ΕΤΥΜ.: <μτγν. ἐπίρρωσις < ἐπιρρώνυμι “ενισχύω, ενδυναμώνω” < ἐπι + ῥώννυμι. βλ. λ. Ρώμη
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 656
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 50,2014)
1. το δικαίωμα να μιλά κανείς όσο και ο άλλος
2. (συνεκδ.) η ισονομία, η πολιτική ελευθερία
(ΕΤΥΜ.: αρχ. Ίσο- + -ηγορία (με επέκταση του αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει) < αγορεύω)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 785
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 49, 2014)
1. στον ιππόδρομο) άλογο στο οποίο ποντάρει κάποιος ελπίζοντας ότι θα κερδίσει
2. (μεταφ.) νεαρό πρόσωπο στην αρχή της καριέρας του, π.χ. εκκολαπτόμενος ηθοποιός, στο οποίο βασίζει τις ελπίδες του κάποιος και το προστατεύει.
(ΕΤΥΜ: < γαλλ. poulain “πουλάρι – προστατευόμενος”)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1459