εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Κατηγορία: στήλες
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 42, 2015)
εγνωσμένος, -η, -ο
(λογ.) αυτός που βρίσκεται πέρα από κάθε αμφιβολία, που έχει αναγνωριστεί από όλες τις πλευρές. ο εκλιπών υπήρξε επιστήμονας εγνωσμένου κύρους.
ΣΥΝ.: αναγνωρισμένος, αναμφισβήτητος, πανθομολογούμενος, αδιαφιλονίκητος.
Σχόλιο: μτχ
ΕΤΥΜ.: μτχ παθ. παρακ,. του αρχ. γιγνώσκω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 547
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 41, 2015)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 41, 2015)
sui generis
(λατιν.) – προφέρεται «σούι γκένερις, ελληνικά: του δικού του γένους.
συνήθ. ως χαρακτηρισμός προσώπων και καταστάσεων που έχουν κάτι το ιδιαίτερο, ιδιότητα χαρακτηριστική των ιδίων και μόνο ∙ (ειδικότ.) για κάποιον / κάτι που ξεφεύγει από το συνηθισμένο ∙ ιδιόρρυθμος. ΣΥΝ.: ιδιόμορφος, ιδιότυπος.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1625
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 40, 2015)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 40, 2015)
Ασύγγνωστος, -η, -ο
αυτός που δεν μπορεί να συγχωρηθεί, ασυγχώρητος: ~αμέλεια / προχειρότητα.
ΣΥΝ.: αδικαιολόγητος, ανεπίτρεπτος ΑΝΤ.: σύγγνωστος. – ασυγγνώστως επιρρ. {μεσν].
ΕΤΥΜ: μτγν. ἀ- στερητ. + σύγγνωστος «επιτρεπτός, συγχωρητός» < συγγιγνώσκω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 303
Καλό μήνα από την Περισκόπηση
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 39, 2015)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 39, 2015)
Θέσφατο (το)
{θεσφάτ-ου | -ων} 1. (συχνά στον πληθ.) ο λόγος που προέρχεται από τον Θεό (προφητεία, εντολή κλπ) 2. ο λόγος που προέρχεται από σημαντικό πρόσωπο και θεωρείται πως έχει ξεχωριστή ή απόλυτη σημασία και ισχύ: στην πολιτική δεν υπάρχουν θέσφατα όλα κρίνονται στην πράξη
[ΕΤΥΜ.: Ουδέτ. του αρχ. επιθ. θέσφατος < θες (<θεός) + φατός ρ. επιθ. του φημί «λέγω»)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 753
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 38, 2015)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση