Κατηγορία: στήλες
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 39, 2015)
Θέσφατο (το)
{θεσφάτ-ου | -ων} 1. (συχνά στον πληθ.) ο λόγος που προέρχεται από τον Θεό (προφητεία, εντολή κλπ) 2. ο λόγος που προέρχεται από σημαντικό πρόσωπο και θεωρείται πως έχει ξεχωριστή ή απόλυτη σημασία και ισχύ: στην πολιτική δεν υπάρχουν θέσφατα όλα κρίνονται στην πράξη
[ΕΤΥΜ.: Ουδέτ. του αρχ. επιθ. θέσφατος < θες (<θεός) + φατός ρ. επιθ. του φημί «λέγω»)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 753
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 38, 2015)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 38, 2015)
εκλέγω-επιλέγω-διαλέγω
Το εκλέγω διαφέρει από τα επιλέγω και διαλέγω στη συνήθη χρήση (στη λογιότερη υφολογική χρήση μπορεί να χρησιμοποιηθεί όπως αυτά: “θα εκλέξει μόνη της τον άνδρα των ονείρων της”). Το εκλέγω έχει περιοριστική σημασία. σημαίνει επιλέγω δια ψηφοφορίας αυτούς που θα με αντιπροσωπεύσουν στη Βουλή ή σε άλλα όργανα. Έχει δηλαδή επίσημο και θεσμικό περιεχόμενο.
Αντίθετα, τα επιλέγω και διαλέγω δηλώνουν προτίμηση αυτού ή εκείνου (του προσώπου ή πράγματος) έναντι των άλλων.
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 37, 2015)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 37, 2015)
Πλήρωση (η)
[αρχ.], {-ης κ. –ώσεως | χωρίς πληθυντ.}
- το γέμισμα, το να γίνεται (κάτι) πλήρες (από κάτι): το στόμιο πλήρωσης του ρεζερβουάρ αυτοκινήτου
- (μτφ) η κάλυψη (κενού ή έλλειψης): η ~ του συναισθηματικού κενού / των αναγκών κάποιου
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1427
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 36, 2015)
ρ. μετβ. (λαϊκ.) γνωρίζω, έχω επίγνωση και συναίσθηση: «άστον αυτόν! Δεν νογάει τίποτα!
ΣΥΝ.: καταλαβαίνω, νιώθω/
[ΕΤΥΜ: μεσν. νογῶ (με ευφωνικό – γ) < αρχ. νοῶ]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1185
Καλό μήνα από την Περισκόπηση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 35, 2015)
[αρχ.] {-ου, -ουν | -οι, (ουδ., -οα), -ων, -ους} (αρχαιοπρ.}
- αυτός τον οποίο απασχολούν σοβαρές σκέψεις: – βλέμμα / έκφραση
ΣΥΝ.: σκεπτικός ΑΝΤ. ξένοιαστος
- αυτός που έχει κακή διάθεση από στεναχώρια ΣΥΝ. συνοφρυωμένος, σκυθρωπός, κατηφής, ΑΝΤ. χαρούμενος, πρόσχαρος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1708