Κατηγορία: στήλες
Ένα σκίτσο τη βδομάδα (εβδομάδα 30, 2016)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 30, 2016)
Κατενάτσιο (το) – ακλ.
(στο ποδόσφαιρο) αγωνιστικό σύστημα, που αναπτύχθηκε στην Ιταλία, το οποίο έδινε προτεραιότητα στην άμυνα.
[ ΕΤΥΜ.: < ιταλ. catenaccio «σιδερένια μπάρα σε παραθυρόφυλλα» (< catena «αλυσίδα»). Ο όρος εφαρμόστηκε αρχικά στο σκληρό αμυντικό ποδόσφαιρο της Ιταλίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 867
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 29, 2016)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 29, 2016)
ρ. αμτβ. {κατέτεινα} (λογ.) (+σε) έχω την τάση να φθάσω κάπου, αποσκοπώ: οι προσπάθειες της οικολογικής οργάνωσης κατατείνουν στο να ματαιωθεί η λειτουργία του πυρηνικού εργοστασίου. ΣΥΝ: στοχεύω
[ΕΤΥΜ.: αρχ <κατά + τείνω. Το ρ. είχε αρχικώς τη σημ. «τεντώνω», πολύ γρήγορα όμως απόκτησε τη σημ. «εντείνω τις προσπάθειές μου για συγκεκριμένο στόχο»]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 863
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 28, 2016)
- αυτός που έχει ζωή ή διάρκεια ενός έτους: ~ θητεία | φυτό | μίσθωση. ΣΥΝ.: μονοετής (λαϊκ.) χρονιάρικος
- αυτός που γίνεται κάθε χρόνο. ΣΥΝ: ετήσιος
ΕΤΥΜ.: αρχ. ἐνιαυτός «έτος, επέτειος»
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 612
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 27, 2016)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 27, 2016)
- κομμουνιστική ομάδα που δρά έξω από θεσμικούς οργανισμούς (κόμματα).
- μέλη κόμματος που συγκροτούν ξεχωριστή ομάδα, η οποία διαφοροποιείται ή αντιτίθεται στη γραμμή του κόμματος.
- (μτφ-ειρων) ομάδα προσώπων που ενεργεί κρυφά, συνωμοτικά: σύζυγος, νύφη και πεθερά έχουν κάνει ~ και δρουν εναντίον του πεθερού
ΕΤΥΜ: < ρωσικ. fraktsija < γαλλ. fraction «διάσπαση» < μτγν. λατ. fractio, -onis < λατ. frangere «θραύω, συντρίβω», μτχ «fractus»
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1901
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 26, 2016)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση