Κατηγορία: στήλες
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 36,2016)
Παρρησία (η)
χωρίς πληθ. (λογ.) η έκφραση της προσωπικής γνώμης με θάρρος και ειλικρίνεια : μίλησε με ~, υπερασπιζόμενος τις θέσεις του.
ΣΥΝ. θάρρος ΣΧΟΛΙΟ: λ. παρώνυμο, –ρρ-
[ΕΤΥΜ: αρχ. <παρ- (<παν-) + ρησία < ῥῆσις «λόγος, ομιλία»]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1349
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 35, 2016)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 35, 2016)
Εξαργυρώσιμος, -η, -ο [1887]
- αυτός που είναι δυνατόν να εξαργυρωθεί: ~ επιταγή
- (μτφ.) αυτός που είναι δυνατόν να ανταλλαγεί έναντι ωφελημάτων: οι υπηρεσίες που προσφέρει κανείς στην πατρίδα δεν είναι ~ με υψηλές κοινωνικές θέσεις.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 623
Η Ηλέκτρα έρχεται…
Η εβδομαδιαία στήλη της Ηλέκτρας, μια γυναικεία ματιά σε όσα συμβαίνουν γύρω μας, έρχεται…
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 34, 2016)
{συμπιλήμ-ατος| -ατά, -των} (λογ).
- οτιδήποτε προκύπτει από την ανάμειξη ετερόκλητων στοιχείων: ~ ιδεών
- (ειδικοτ.) το κείμενο που προκύπτει από την κυρ. άτεχνη συνένωση διαφορετικών ετερογενών αποσπασμάτων: το νέο πρόγραμμα είναι ένα πρόχειρο ~ παλιότερων θέσεων και προτάσεων του κόμματος
ΣΥΝ: σύμφρυμα, συνονθύλευμα. ΕΤΥΜ: μεσν. <αρχ. συμπιλώ
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1689
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 33, 2016)
{επιτεύγμ-ατος | -ατα, -άτων} σπουδαία πράξη ως αποτέλεσμα μεγάλης προσπάθειας, κατόρθωμα : θαύμαζε τα λαμπερά ~ του πολιτισμού τους.
ΣΥΝ.: επιτυχία
[ΕΤΥΜ.: <αρχ. επιτυγχάνω]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 660
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 32, 2016)
αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος: ~ πρόγονος. ΣΥΝ. ονομαστός, δοξασμένος, περίφημος. (λογ.) περικλεής ΑΝΤ. ακλεής, άδοξος
– ευκλεώς επιρρ. (αρχ.) εύκλεια (η) [αρχ.]
[ετυμ.: αρχ. <ευ- + κλεής < κλέος «δόξα»]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 690
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 31, 2016)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 31, 2016)
ρ. μτβ [αρχ.] (εξέλαβα, εξελήφθην, -ης, -η…, μτχ. εκληφθείς, -είσαι, -έν)
αντιλαμβάνομαι (κάτι) με ορισμένο τρόπο, συχνά εσφαλμένο: εξέλαβε τα λόγια του ως έμμεση απειλή || φοβάμαι μήπως η προσφορά σου εκληφθεί ως απόπειρα δωροδοκίας!
ΣΧΟΛΙΟ: λ. λαμβάνω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 572