Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
διαγκωνισμός (ο) [1888] (λογ.)
1. η προσπάθεια να ανοιχτεί πέρασμα ανάμεσα σε πλήθος, με σπρωξίματα
2. (μτφ) ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ συνδιεκδικητών: ο ~ χιλιάδων υποψηφίων για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ.
[ΕΤΥΜ.: το μτγν. διαγκωνισμός σήμαινε “σπρώξιμο με τους αγκώνες”]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 478
Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
ορμέμφυτος, -η, -ο
αυτός που προέρχεται από ένστικτο και όχι από λογική επεξεργασία
κυρ. το ουδ ορμέμφυτο (το) [1805] ένστικτο – ορμεμφύτως επίρρ. [1885]
ΕΤΥΜ.: < ορμή + έμφυτος , απόδοση του γαλ. instinct (βλ. κ. ένστικτο)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1277
βαυκαλίζω
ρ. μετβ. {βαυκάλισ-α, -τηκα (λογ. – θηκα), – μένος}
εξαπατώ ή καθησυχάζω (κάποιον) με ψεύτικες υποσχέσεις ή καλλιεργώντας μάταιες προσδοκίες: βαυκαλίζει τον λαό με υποσχέσεις και μεγαλοστομίες || (μεσοπαθ.) βαυκαλίζονταν με την ιδέα ότι του παρείχαν υποστήριξη, όταν τη χρειαζόταν. – βαυκάλισμα (το) (μτγν.)
ΕΤΥΜ.: μτγν. παράλλ. τ. του συνώνυμου βαυκαλῶ (-άω) αβεβ. ετύμου προφανώς συνδ. με το αρχ. βαυβῶ “κοιμίζω, νανουρίζω” < βαῦ βαῦ [αρχ. προφορά bau bau] μίμηση του γαυγίσματος του σκύλου (λ. της παιδικής γλώσσας], πβ. λατ. Baubor “γαυγίζω”. Η ενδιαφέρουσα άποψη ότι βαυκαλώ < βαῦ + κηλῶ “μαγεύω, τέρπω” προσκρούει στο βραχύ -α- του ρ. βαυκᾶλῶ]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 353
Εξορθολογισμός (ο)
η εφαρμογή των αρχών του ορθολογισμού, π.χ. στην οργάνωση της εργασίας, τη δομή μιας υπηρεσίας κλπ
– εξορθολογίζω ρ., εξορθολογιστικός, -ή, -ό.
ΕΤΥΜ.: μεταφρ. δάνειο από αγγλ. rationalisation
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 632
Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
δυοίν θάτερον
(αρχαιοπρ.) το ένα από τα δυο.
ΕΤΥΜ.: < αρχ. δυοῖν θἄτερον < δυοῖν (γεν. του δύο) + θἄτερον < το ατερον, αιολικός και δωρικός τύπος του ἕταιρος].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 532
Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση