Κατηγορία: στήλες
άν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 11, 2018)
Κιβδηλεύω
ρ. μτβ [αρχ.] {μόνο σε ενεστ. και παρατ.} (αρχαιοπρ)
1. κάνω νοθεία, παραποιώ σκοπίμως ευγενή μέταλλα ή (κυρ.) νομίσματα, στοχεύοντας στην απόκτηση προσωπικού κέρδους μέσω της νοθείας. ΣΥΝ.: νοθεύω, παραποιώ, παραχαράσσω
2. (μτφ. για συναισθήματα, αρετές) καθιστώ (κάτι) ευτελές, αλλοιώνω την υφή, τη χαρακτηριστική του ποιότητα. ΣΥΝ.: ψευτίζω, εξευτελίζω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 889
άν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 10, 2018)
(λογ.) αυτός που γίνεται με λογική, με μέτρο, με περίσκεψη: ~ χρήση υλικών αγαθών || ~ απαιτήσεις / διεκδικήσεις / μέτρα / αντιδράσεις.
ΣΥΝ.: μετρημένος, λογικός ΑΝΤ.: αλόγιστος, απερίσκεπτος.
– λελογισμένως επίρρ. [αρχ.]
σχόλιο: λ. Μετοχή
ΕΤΥΜ.: μτχ παρακ. του αρχ. Λογίζομαι
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1000
αυτός που δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει, που τον επιβάλλουν οι περιστάσεις, αναπόφευκτος : ~ συνέπεια.
ΣΥΝ.: αναπότρεπτος, άφευκτος, επιβεβλημένος – αναπόδραστα / αναποδράστως επίρρ.
ΕΤΥΜ.: αρχ. < ἀν- στερητ. + ἀποδιδράσκω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 165
άν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
1. η ηθελημένη εγκατάλειψη συγκεκριμένης θέσης, αξιώματος ή δικαιώματος: ~ από την προεδρία || δίνω / υποβάλλω την ~ μου || εξαναγκάζομαι σε ~ || δήλωση παραιτήσεως || ζητώ την ~ κάποιου || δέχομαι την ~ σου.
2. (συνεκδ.) έγγραφο με το οποίο δηλώνει κανείς επισήμως στην αρμόδια αρχή ότι εγκαταλείπει θέση, αξίωμα ή δικαίωμά του: έχω την ~ του στο γραφείο μου || σκίζω την ~ κάποιου || ~ από κληρονομικό δικαίωμα
3. (μεταφ.) η εγκατάλειψη (προσπάθειας, αγώνα, διεκδίκησης), συνήθ. Από απογοήτευση ή ηττοπάθεια: η ~ από τη ζωή || στα λόγια του διέκρινε μια ~ και βαθιά απογοήτευση.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1326
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 7, 2018)
ο βαθμιαίος εθισμός του οργανισμού σε ολοένα ισχυρότερες δόσεις δηλητηρίου.
[ΕΤΥΜ.: μτγν < Μιθριδάτης / Μιθραδάτης / Μιθροδάτης (< αρχ. Μίθρας, περσικός θεός του φωτός βλ.λ.). Η λέξη αναφέρεται στον Μιθριδάτη ΣΤ’ (περ. 132-63 π. Χ.), βασιλιά του Πόντου, για τον οποίο οι παλαιότεροι ιστορικοί αφηγούνται ότι δηλητηρίαζε τον εαυτό του, χορηγώντας του βαθμιαίως αυξανόμενες (μη θανατηφόρες) τέτοιες ουσίες, μέχρις ότου απέκτησε ανοσία].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1102
Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση