Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
παλινδρομώ
ρ. αμετβ [αρχ.] {παλινδρομείς… | παλινδρόμησα}
1. κινούμαι εναλλάξ προς τα εμπρός και προς τα πίσω
2. (μτφ) μεταβάλλω συνεχώς γνώμη, δέχομαι πότε τη μια και πότε την άλλη, συχνά και την αντίθετη, άποψη.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1307
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Χειραγωγώ
ρ. μετβ. [μτγν] {χειραγωγείς…. | χειραγώγ-ησα, -ούμαι, -ήθηκα, -ημένος}
1. (κυριολ. – σπάν.) δείχνω το δρόμο σε (κάποιον) πιάνοντας τον από το χέρι: ~ τυφλό
2. (συνήθ. μεταφ – κακοσ.) οδηγώ κάποιον στην κατεύθυνση που θέλω – και κατ’ επέκτ. – επιβάλλω σε κάποιον την εξουσία μου: χειραγωγημένα πλήθη || οι δημαγωγοί προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον λαό / τις μάζες
ΣΥΝ.: ποδηγετώ, επιβάλλομαι, κυριαρχώ
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1944
Εφεκτικός, -η, -ο
αυτός που παρουσιάζει δισταγμό, που αμφιταλαντεύεται και εκφράζει επιφυλάξεις.
ΣΥΝ.: διστακτικός, επιφυλακτικός, αναποφάσιστος, αναβλητικός
ΦΡ. ΦΙΛΟΣ.: εφεκτικός φιλόσοφος καθένας από τους σκεπτικούς φιλοσόφους, οι οποίοι φρονούσαν ότι ήταν αδύνατη η γνώση των πραγμάτων. Σχόλιο: λ. Έχω.
ΕΤΥΜ.: μτγν. < αρχ. επέχω “συγκρατώ, διστάζω”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 699
άν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Κιβδηλεύω
ρ. μτβ [αρχ.] {μόνο σε ενεστ. και παρατ.} (αρχαιοπρ)
1. κάνω νοθεία, παραποιώ σκοπίμως ευγενή μέταλλα ή (κυρ.) νομίσματα, στοχεύοντας στην απόκτηση προσωπικού κέρδους μέσω της νοθείας. ΣΥΝ.: νοθεύω, παραποιώ, παραχαράσσω
2. (μτφ. για συναισθήματα, αρετές) καθιστώ (κάτι) ευτελές, αλλοιώνω την υφή, τη χαρακτηριστική του ποιότητα. ΣΥΝ.: ψευτίζω, εξευτελίζω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 889
άν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Λελογισμένος, -η, -ο
(λογ.) αυτός που γίνεται με λογική, με μέτρο, με περίσκεψη: ~ χρήση υλικών αγαθών || ~ απαιτήσεις / διεκδικήσεις / μέτρα / αντιδράσεις.
ΣΥΝ.: μετρημένος, λογικός ΑΝΤ.: αλόγιστος, απερίσκεπτος.
– λελογισμένως επίρρ. [αρχ.]
σχόλιο: λ. Μετοχή
ΕΤΥΜ.: μτχ παρακ. του αρχ. Λογίζομαι
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1000