Κατηγορία: στήλες
αχυράνθρωπος (ο)
[1895] (αχυρανθρώπ-ου | -ων, -ους)
1. ανθρώπινο ομοίωμα που έχει κατασκευαστεί από άχυρα. ΣΥΝ.: σκιάχτρο
2. (συνήθ. μφτ) πρόσωπο που προβάλλεται ως πρωταγωνιστής ενεργειών, πρωτοβουλιών, επιχειρήσεων στον πολιτικό και οικονομικό κυρ. χώρο, αλλά στην πραγματικότητα ενεργεί εξ ονόματος άλλων, διότι πίσω του κρύβονται οι πραγματικοί πρωταγωνιστές των γεγονότων: ο δικτάτορας ήταν ~ που εξυπηρετούσε συμφέροντα μεγάλων εταιριών
ΣΥΝ.: μαριονέτα, πιόνι
ΕΤΥΜ.: απόδ. Του γαλλ.homme da paille
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 334
Ερματισμός (ο) [1858]
η πρόσθεση βάρους στο κύτος σκάφους για την εξασφάλιση μεγαλύτερης σταθερότητας κατά την πλεύση
επίσης: ερμάτιση (η) – ερματίζω ρ. (αρχ.)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 672
ρ. αμετβ. {ξιφουλκείς…. | ξιφούλκησα}
1. τραβώ το ξίφος από τη θήκη του ΣΥΝ.: ξεσπαθώνω
2. (μτφ) κάνω έντονο διάλογο με κάποιον “ξιφούλκησαν οι δυο βουλευτές χτες στη Βουλή με αφορμή το επίμαχο νομοσχέδιο” – ξιφούλκηση (η)
ΕΤΥΜ.: αρχ. Ξιφουλκός < ξίφος + -ουλκός < ἕλκω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1227
(λογ.) αυτός που γίνεται χωρίς προσχήματα, χωρίς να υπάρχει έστω μια φαινομενική δικαιολογία:
οι δηλώσεις του πρέσβη αποτελούν ~ επέμβαση στα εσωτερικά άλλης χώρας || ~ πρόκληση
ΣΥΝ.: απροκάλυπτος – απροσχημάτιστα (επιρρ.)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 265
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
η οικονομική ανάπτυξη μέσα από διαδικασίες που δεν επιδεινώνουν τα ήδη υφιστάμενα προβλήματα του περιβάλλοντος. Στο βασικό πυρήνα της βρίσκεται κατά κύριο λόγο η προστασία του περιβάλλοντος μέσα από τη χρήση ήπιων μορφών ενέργειας σε κάθε επίπεδο και δράση.
Πρόκειται για μια σειρά διαδικασιών που συνήθως σχετίζονται με τους αγγλικούς όρους “green growth” και “sustainable development”
1. ο βωμός, το θυσιαστήριο
2. (ειδικ.) ο βωμός του Διονύσου, που ήταν τοποθετημένος στο κέντρο της ορχήστρας του θεάτρου.
– θυμελικός, -η, -ο (μτγν.)
ΕΤΥΜ.: αρχ. θ. θυ- (θύω) + -μέλη, πβ θε-μέλιον
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 761