Κατηγορία: στήλες
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 51, 2018)
ανεπιτήδειος, -α, -ο
(αρχ – λογ.) αυτός που δεν διαθέτει τις κατάλληλες δεξιότητες ή ικανότητες (συν. για την εκτέλεση έργου): είναι ~ αν χειριστεί τέτοιο λεπτό ζήτημα. ΑΝΤ.: επιτήδειος.
Ανεπιτήδεια επιρρ., ανεπιτηδειότητα (η) (μτγν.)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 183
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Απόστημα (το)
(αποστήμ-ατος | -ατα, -άτων)
1. ΙΑΤΡ.: Η συσσώρευση πυώδους υγρού σε νεοσχηματισμένη κοιλότητα (πβ. λ. Εμπύημα)
2. μτφ.: κάθε σύμπτωμα κοινωνικής παθολογίας (εγκληματικότητα, ναρκωτικά κλπ): τα ναρκωτικά έχουν καταντήσει το μεγαλύτερο ~ της κοινωνίας μας.
ΕΤΥΜ.: αρχ. Αρχική σημασία “απόσταση, διάστημα” < ἀφίστημι “απομακρύνω”. Ο ιατρικό όρος απαντά ήδη στον Ιπποκράτη
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 255
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 49, 2018)
Λυσιτελής, -ης, -ές
{λυσιτελ-ούς | -είς (ουδ. -ή | λυσιτελέστ-ερος, – ατος} (λογ.)
αυτός που παρέχει οφέλη, ο χρήσιμος: ~ μέτρα / λύσεις
ΣΥΝ.: ωφέλμος, τελέσφορος, επωφελής ΑΝΤ.: αλυσιτελής – λυσιτελώς επιρρ. [μτγν.] λυσιτέλεια (η) [μτγν.], λυσιτελώ ρ. (αρχ.)
ΣΧΟΛΙΟ λ.: -ης, -ης, -ες
ΕΤΥΜ.: αρχ. < λυσι- (λύω) + -τελής < τέλος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1028


Επίγευση (η)
[1894]{-ης κ. -εύσεως χωρίς πληθ.} η γευστική εντύπωση που αφήνει έδεσμα ή ποτό μετά την κατάποση: κρασί με έντονη γεύση και μακρά στυφή ~
Γ.Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 645
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
φαντεζί
επιθ. (άκλητ.) αυτός που προκαλεί εντύπωση λόγω της ιδιομορφίας και του ασυνήθηστου χαρακτήρα του: ~ χρώματα (έντονα χρώματα σε ασυνήθιστους συνδυσμούς)
ΣΥΝ.: έντονος, χτυπητός, φανταχτερός. Επίσης φαντεζίστικος, -η, -ο
ΕΤΥΜ: αντιδάν. γαλλ. Fantaisie < λατ. phantasia < αρχ. Φαντασία
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1869
Διφυής, -ής. -ές {διφυ-ούς | -είς (ουδ.: -ή)}
αυτός που έχει δυο μορφές, δισυπόστατος – διφυΐα (η)
ΕΤΥΜ: αρχ. < δι- (δίς) + -φυής < φύω.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 517